
Όλοι μας κατά καιρούς έχουμε γίνει ακροατές κάποιου απόμαχου της ζωής, που εξιστορεί κυνηγετικές ιστορίες από τα παλιά. Αυτός μπορεί να είναι ο πατέρας, ο παππούς, ο θείος ή για κάποιους που δεν είχαν την τύχη να κατάγονται από κυνηγετική οικογένεια, κάποιος γνωστός ή άγνωστος που το «κισμέτ» τον έφερε μπροστά τους. Όλοι μας ανεξαιρέτως τότε, με τις μηχανές της φαντασίας μας στο φουλ, τα μάτια και τα αυτιά ορθάνοικτα και με θρησκευτική προσήλωση, ρουφάμε αχόρταγα λέξη τη λέξη, φράση τη φράση.
Κρίμα για όλους εσάς που η τεχνολογία δεν σας επιτρέπει να ακούσετε την ιστορία του μπάρμπα Νίκου δια ζώσης και μεγάλο το βάρος για μένα, που θα προσπαθήσω να αποτυπώσω στο χαρτί μια τέτοια αυθεντική ιστορία.
«Λέγομαι Νίκος Φρέρης, είμαι γεννημένος το 1929. Το πατρικό μου σπίτι σε μια από τις καλύτερες περιοχές για το κυνήγι των τρυγονιών τον Σεπτέμβρη στην Σύρο.
Απ’ ότι θυμάμαι, ο πρώτος ήχος που άκουσα ήταν αυτός, της ντουφεκιάς! Ο πατέρας μου είχε ένα όπλο εμπροσθογεμές δίκαννο 16αρι πολύ παλιό, από αυτά με τις τσακμακόπετρες. Οι κάννες του ήταν πολύ μακριές και επειδή ήταν φθαρμένες στις άκρες, τις είχαν κόψει λίγο. Χτυπούσε μακριά, ήταν του παππού μου και ακόμα υπάρχει στα περιουσιακά μου στοιχεία ως κειμήλιο. Οι κάννες; άλλο ατσάλι, δεν σκουριάζουν με τίποτα! Αυτό το ντουφέκι με βάφτισε κυνηγό όταν ήμουν οκτώ χρονών. Όταν αδύναμος ακόμα, «έφαγα» την πρώτη κλωτσιά μετά το χαρακτηριστικό «παφ…σσσς….μπουμ». Και μετά, αυτό το πυκνό σύννεφο του καπνού από το μαύρο μπαρούτι, που με έκανε να κουνώ τα χέρια μου (εάν δεν είχε αέρα) για να μπορέσω να δω αν είχε πέσει το πουλί. Όλοι μας τότε από δ’αυτα είχαμε, μονά ή διπλά και μόνο εμπροσθογεμή. Στάσου Τούρκε να σου ρίξω δηλαδή. Τα οπισθογεμή ήρθαν αργότερα και ήταν για λίγους, λόγο της αυξημένης τιμής τους. Ή εργοστασιάρχης έπρεπε να ήσουν ή ναυτικός για να κρατάς τέτοιο ντουφέκι.

Η μεγάλη η χαλάστρα στα κυνήγια μας τότε, ήταν η φωνή κάποιου που θα μας προειδοποιούσε «Ο δασάρχηηης». Τα πόδια στον ώμο και όπου φύγει φύγει, γιατί το όπλο έκανε φτερά. Ο λόγος; οι περισσότεροι δεν είχαν λεφτά για να βγάλουν άδεια που τότε κόστιζε 3-4 δραχμές. Τότε μετά τις 9 – 10 το πρωί, τα μανάβικα της Σύρας πλημμύριζαν με κοφίνια γεμάτα τρυγόνια και ορτύκια. Έτσι κάποιοι έβγαζαν μεροκάματο και κάποιοι άλλοι, αντικαθιστούσαν τα σκαγιομπάρουτα τους.
Έτσι ήταν τα κυνήγια μας μέχρι το 1940. Μετά ήρθε ο πόλεμος και άλλαξαν όλα. Πολλοί από την παρέα μου πήραν τα βουνά, κυνηγώντας την λευτεριά της πατρίδας μας. Τώρα έχετε τα ελέη του Θεού, εκτός από θηράματα. Θες τα φώτα, θες η μόλυνση, οι οικοδομές, έχουν αλλάξει τα περάσματα. Έχει αλλάξει η φύση, βρες ντομάτα να μυρίζει ντομάτα και φέρε να την δω κι εγώ. Βρες αγγούρι που δεν μοιάζει κολοκύθι και σου δίνω όλο μου το βιός».