ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Η τσάντα και το μαχαίρι.




Στο κυνήγι, ο άνθρωπος υπήρξε πάντοτε ευρηματικός. Η ευρηματικότητά του συχνά παρεξηγήθηκε ίσως διότι ο ίδιος ο κυνηγός από αστοχία του την χρησιμοποίησε λανθασμένα, κάτι ιδιαιτέρως εμφανές στις μέρες.

Του Απόστολου Χρ. Αντωνάκη, aantonakis@e-typos.com

Οι τρόποι τους οποίους ο κυνηγός χρησιμοποίησε εδώ και χιλιάδες χρόνια για να διεκδικήσει την τροφή του είναι πολλοί, όπως και τα μέσα τα οποία συνθέτουν την αστείρευτη σοφία του ώστε να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του. Ο πολυμήχανος θηρευτής, ωστόσο, αρκετές φορές μετατράπηκε σε πλεονέκτη, γεγονός έκδηλο στις μέρες μας, γύρω από το οποίο εκφράζονται καθημερινά αντικρουόμενες απόψεις.

Όπως συμβαίνει με τις ηχομιμητικές συσκευές -ηλεκτρονικές και μη- που απαγορεύονται μεν από τον νομοθέτη αλλά χρησιμοποιούνται πεισματικά από αρκετούς. Οι οποίοι μάλιστα αυξάνονται σε αριθμό όσο η πίεση της θηροφυλακής γίνεται ασφυκτικότερη. Ψυχολογική αντίδραση ή όχι ελάχιστη έχει σημασία.

Προσωπικά, υπήρξα από τους σκληρότερους επικριτές της συγκεκριμένης συνήθειας. Στη συνέχεια κατεύνασα την κριτική μου, όχι επειδή ανακάλυψα ότι τα αποδημητικά που κυνηγούν οι Έλληνες κυνηγοί με τις ηχομιμητικές συσκευές έχουν προηγουμένως κυνηγηθεί από άλλους Ευρωπαίους κυνηγούς νόμιμα με τις ίδιες μεθόδους. Αλλά από το γεγονός ότι δεν είναι το μέσον που κάνει τη διαφορά αλλά ο τρόπος που θα το χρησιμοποιήσεις. Ένα μαχαίρι, για παράδειγμα, είναι χρήσιμο εργαλείο για την κουζίνα. Με το ίδιο που κόβεις το φρούτο και το ψωμί, μπορείς να αφαιρέσεις τη ζωή κάποιου ανθρώπου.

Είναι σαφές ότι κατακρίνω κάθε μη νόμιμο μέσον θήρας. Ωστόσο, αντί να κυνηγούν «φαντάσματα» οι θηροφύλακες κατά τις νυχτερινές περιπολίες τους, μήπως θα ήταν πολυτιμότερο να κάνουν εντατικότερους ελέγχους για το μέγεθος της θηραματικής κάρπωσης; Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαν καλύτερα αποτελέσματα.

===================================================

Το παραπάνω κείμενο είναι το editorial του Απόστολου Αντωνάκη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου στις 29/9/10.

Είναι μια σκέψη που, σίγουρα, όλοι έχουμε στο μυαλό μας, αλλά φοβόμαστε να την κάνουμε πράξη! Ο λόγος; Το ανύπαρκτο φιλότιμο όλων μας...!

Πώς μπορείς να βασιστείς σε κυνηγημένους κυνηγούς από το ίδιο το μυαλό τους;

Πώς να βάλει πλάτη ένας καμπούρης δημόσιος υπάλληλος, τόσο στο επάγγελμα, όσο και στην αντίληψη;

Αριθμός κυνηγών παρέας…2! Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου στις 29/9/10


Το 90% από εμάς, είχαμε την τύχη να μυηθούμε στον κόσμο του κυνηγίου από κάποιον δικό μας. Αφήνω ένα 10% γι’ αυτούς που λίγο πιο μεγάλοι μπόρεσαν, ευτυχώς, να προλάβουν το τρένο. Ο παππούς, ο μπαμπάς, ο θείος και για κάποιους άλλους ένας φίλος ήταν οι μύστες.

Ήταν αυτοί που έβαλαν στις φλέβες μας το σαράκι, του να αφουγκράζεσαι την φύση. Να μάθεις να μιλάς με τον εαυτό σου το χάραμα στο καρτέρι. Να νιώσεις φίλο τον Γρέγο, που σπρώχνει τα Αυγουστιάτικα τρυγόνια στο νησί. Να καρτεράς το Μαϊστράλι, που θα σου χαρίσει μια συνάντηση με την βελουδομάτα. Και πόσα ακόμα μικρά και μεγάλα θαύματα που μένουν χαραγμένα στο μυαλό του καθενός μας, ίσως, και μετά θάνατο!

Σήμερα το πρωί πριν σημάνει το ξυπνητήρι, ήρθε η κόρη μου για να μου δώσει το έναυσμα για την πρωινή ετοιμασία. «Ξύπνα μπαμπά, είναι 5 η ώρα, πότε θα πάμε στο βουνό;». Εγώ άνοιξα τα μάτια μου και σαν να έβλεπα εμένα μικρό, όταν περίμενα με ανυπομονησία τον θείο τον Στράτο, που κάθε πρωί του Σεπτέμβρη ερχόταν και με έπαιρνε από το σπίτι, αφήνοντας την μάνα μου να φωνάζει στην εξώπορτα, σταυρώνοντάς μας κιόλας, «Εσύ είσαι πιο τρελός από τον μικρό» έλεγε.

Δυο μυρωδιές μου έρχονται στο νου όταν ακούω την λέξη Σεπτέμβρης. Η μυρωδιά από τα καινούρια βιβλία και τετράδια του σχολείου, που φρόντιζα να μην την χάσουν όλη την χρονιά αφήνοντάς τα κλειστά, και η μυρωδιά της καμένης μπαρούτης! Έπιανα τα φρεσκοτραβηγμένα φυσίγγια από χάμω και τα’ χωνα στην μύτη μου σαν τελειωμένος κοκάκιας! Τραβούσα την τζούρα και την πάτωνα μέχρι τα νύχια. Έκσταση!

Σε όλη την διαδρομή στο αμάξι είχαμε ενημέρωση προς ναυτιλλομένους, ήταν η πρώτη έξοδος της μικρής και έπρεπε να μάθει τι επρόκειτο να δει και να ζήσει.
Ήπιαμε τον καφέ παρέα με τον φίλο μου τον Νίκο τον ανθοπώλη, κάναμε δυο τρία τσιγάρα ο καθένας, είπαμε καμιά δεκαριά ιστορίες από τα πέρσι που «έβρεξε» τρυγόνια και ανταποδώσαμε τις καλημέρες των άλλων, που τραβούσαν για πιο πέρα.

Έφτασε η ώρα, φόρεσα το γιλέκο, πήρα το δίκαννο στα χέρια και έκανα νόημα στην μικρή, που με κοιτούσε όλη την ώρα από πάνω ως κάτω, ελέγχοντας και την παραμικρή μου κίνηση, για να ξεκινήσουμε το περπάτημα.

Δεν ξέρω, αυτή ίσως να είναι μια από τις ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου, μαζί μ’ εκείνη που άκουσα το κλάμα από τα δίδυμα στον διάδρομο του νοσοκομείου! Όχι γιατί τα τρυγόνια ήρθαν όλα μπροστά μας και παρακαλούσαν να τα βάλουμε στον ντουρβά, αλλά γιατί στο πρώτο ξεπέταγμα η μικρή λαχτάρησε πιο πολύ από μένα. Γιατί όταν το τρυγόνι συνέχισε την πορεία του είπε «δεν πειράζει, το κέφι μας κάνουμε». Γιατί όταν γυρίσαμε στο αμάξι με κοίταξε και μου είπε πονηρά «γι’ αυτό κάνεις σαν τρελός για το κυνήγι, περνάς ωραία εδώ». Γιατί πριν μπούμε μέσα για την επιστροφή, της έδωσα έναν άδειο κάλυκα και κλείνοντας τα μάτια, πήρε κι αυτή την «δόση» της, «Μμμ ωραία μυρίζει».

Δεν ήθελα να φύγω από κει. Όχι σήμερα, όχι τώρα. Ο Νίκος ήταν πάλι 9 χρονών και ήταν εκεί, μπροστά στα μάτια μου! Στην διαδρομή δεν μιλούσα, περίμενα την πρώτη κουβέντα, την πρώτη αντίδραση, το δια ταύτα. «Δεν πειράζει που δεν σκοτώσαμε τίποτα, μπορεί αύριο να σου φέρω περισσότερο γούρι, γιατί θα έρθω και αύριο. Μου άρεσε πολύ μπαμπά!».

Στο σπίτι συμπλήρωσα το «Άρτεμις», οι μόνη στήλη που πήρε το μεγαλύτερο νούμερο, ήταν ο αριθμός κυνηγών παρέας…2!