Τα ξύλα έτριζαν στο τζάκι καθώς οι αδηφάγες φλόγες τα
αγκάλιαζαν λαίμαργα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν αυτός ο ήχος ήταν παράπονο,
ή, η ανακούφιση της γέρικης ελιάς που επιτέλους βρήκε λύτρωση από τους χειμώνες
και τον ήλιο που χάραζαν τον κορμό της. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού μύριζε γιορτές,
αφού ο φούρνος από νωρίς πλημμύριζε τον χώρο με τα αρώματα όλων αυτών που ροδοκοκκίνιζε
στην καυτή του ανάσα.
Κόκκινο, ζεστό κρασί ξέπλενε ένα κομμάτι ξύλου κανέλας, μερικά
γαρίφαλα και μια φλούδα πορτοκάλι. Μια κουνιστή πολυθρόνα κρατούσε το μέτρο
στον ρυθμό της φωτιάς, καθώς τα γέρικα πόδια της προσέφεραν άλλη μια βόλτα στον
κουρασμένο υπερήλικα αναβάτη της.
Εκείνος καθόταν αποκαμωμένος από τις ετοιμασίες, ακούγοντας
τον ψίθυρο του παγωμένου βοριά στις γρίλιες του παραθύρου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα
ετοίμαζε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα και περίμενε τα παιδιά. Η μοναξιά του έκανε παρέα
εδώ και πολλά χρόνια, αφού εκείνη την πήρε ο Θεός κοντά Του. «Τόσο μεγάλη ανάγκη
την είχε κι Αυτός, τόσο σπουδαία ήταν!» έλεγε και ξαναέλεγε κάθε φορά που την έφερνε
στο μυαλό του...κάθε μέρα.
Η κούραση, τα χρόνια και το κρασί βρήκαν εύκολα τον τρόπο να
δαμάσουν τα βλέφαρα του, που δεν άργησαν να μισοκλείσουν. Μάταια προσπάθησε να
τα κρατήσει ανοιχτά «Βασίλη κρατήσου, δεν κάνει μέρα που είναι, σε λίγο θα έρθουν
και τα παιδιά. Ξημερώνει κι η γιορτή σου» μουρμούριζε στον εαυτό του χαμογελώντας,
κάθε φορά που ο Μορφέας του χάιδευε τα μάτια.
«Λίγο κρασί ακόμα;» ρώτησε τον εαυτό του. «Θα το έπινα ευχαρίστως
φίλε μου» αποκρίθηκε και σηκώθηκε να σερβίρει άλλο ένα ποτήρι. Όταν ξαναέκατσε βιάστηκα
στην πολυθρόνα, λες και κάποιος θα του έπαιρνε την θέση, η προσοχή του έπεσε
στο δίκαννο που κάθονταν, όρθιο, δίπλα στο τζάκι. Ένα παλιό, καλοσυντηρημένο όπλο
-δώρο του πατέρα του- του οποίου τα κοκόρια ήταν πάντα σε ετοιμότητα να «λαλήσουν»
και λαλούσαν τακτικά σε όλη την κυνηγετική περίοδο!
Τρυγόνια, τσίχλες και κοτσύφια είχαν υποκλιθεί στην σκοπευτική
δεινότητα του μπάρμπα Βασίλη. Κάποτε, όταν η Αραπίτσα –το μικρόσωμο ημίαιμο που
είχε μαζέψει από τον δρόμο- μπορούσε να τρέχει ακούραστα στις πλαγιές, πολλά ορτύκια
ξερόψηναν την σάρκα τους στην θράκα και αρκετές μπεκάτσες έκαναν μπάνιο σε πλούσια,
κοκκινιστή σάλτσα. Μια φορά, η αθεόφοβη, είχε πάρει στο κατόπι έναν Μονιά. Δεν πίστευε
στα μάτια του όταν τον είδε να ξεπροβάλει βιαστικά μπροστά του, έχοντας βάλει πλώρη
για τα πόδια του.
«Θυμάσαι βρε σατανά;» -απευθύνεται στην γριά πλέον σκυλίτσα
του, που αρκείτε κι αυτή τώρα πια να κουνάει την ουρά της, κάθε φορά που της
απευθύνει τον λόγο- το λυπήθηκα το καημένο το δικαννάκι μου» θυμάται γελώντας,
κάθε φορά που εξιστορεί το γεγονός. «Ήταν τόση η τρομάρα μου, που πάτησα και
τις δυο σκανδάλες μαζί κλείνοντας τα μάτια. Η τουφεκιά τον πήρε δίπλα στο αφτί
και τον φρενάρισε απότομα. Ολόκληρος όγκος έκανε μια τούμπα και βρέθηκε φαρδύς πλατύς
μπροστά μου να ξεψυχά. Η κραυγές της αγωνίας του με τρόμαξαν ακόμα πιο πολύ και
ένα απρόσεκτο πισωπάτημα με ξάπλωσε κι εμένα δίπλα του. Από τότε έχω ενθύμιο ετούτο
το σημάδι στο χέρι που μου έκανε με μια του οπλή, καθώς κλωτσούσε την κακή του τύχη.
Αυτό το τσακάλι με συνέφερε απ’ το σοκ που ήρθε και, αφού ανέβηκε πάνω στην ράχη
του κάπρου, του τραβούσε το αφτί μουγκρίζοντας σαν λυσσασμένη. Τέτοιο θράσος
από σκυλί δεν έχω ξαναδεί. Είχε γεμίσει το σπίτι κρέας για μήνες!» τελειώνει
την αφήγηση με ένα χάδι στην πλάτη της σκυλίτσας του.
Τα μάτια του βάρυναν κι άλλο. Το απρόσμενο κυνήγι του κάπρου
γύριζε στο μυαλό του, όταν άκουσε μια φωνή να του λέει απαλά: «Σου αρέσει το κυνήγι
Βασίλη, ναι;» ίσως, να το ψέλλισε και μοναχός του. Χωρίς να κουνήσει από την θέση
του έσκασε ένα χαμόγελο, έκλεισε τα μάτια και ξεκίνησε ένα ταξίδι προς τα πίσω.
Είδε τον εαυτό του με πυκνά, μαύρα μαλλιά να περνάει το κατώφλι αρματωμένος με
σκαγιομπάρουτα κρατώντας το όπλο του στο χέρι. Σεπτέμβρης θα ‘ταν και είχε ζέστη.
Όλο το βράδυ δεν τον είχαν αφήσει να κλείσει μάτι οι τρυγονοσούρτες με τα
κρωξίματα τους. Τι μέρα κι εκείνη! Γεμάτος ο τόπος τρυγόνια κι αυτός να σκαρφαλώνει
τα κακοτράχαλα σαν αγέρας. Μόλις ικανοποίησε τον γρηγορομπούχτηστο σάκο του, έκατσε
σε ένα βράχο στην κορφή κι αγνάντευε τα κοπάδια που ψήλωναν και χιμούσαν για
τον νότο.
Ένα ρίγος έτρεξε απ’ άκρη σ’ άκρη όλο του το κορμί. Είχε δίκιο
η γυναίκα του, δεν είχε ντυθεί καλά κι έκανε κρύο. Ήταν στην μέση της πλαγιάς,
στο πυκνό, στα περάσματα της τσίχλας και τις άκουγε που «βουτούσαν», τσιν τσιν,
γύρω του ενώ ένας κότσυφας, άλλαζε κλαδί μονολογώντας αδιάφορα μέσα σε ένα σκίνο.
Ήταν τότε που, τρέχοντας ο κουμπάρος και καλός του φίλος, έψαχνε να τον βρει. «Άντε
μωρέ τρελέ μου έβγαλες την ψυχή πάλι, δεν βάζεις μυαλό εσύ, η γυναίκα σου γεννάει!»
Ήταν η μέρα που ήρθε στον κόσμο η μικρή του κόρη. Το ίδιο είχε γίνει και με την
προηγούμενη, μα και με τον πρωτότοκο γιό του. Σαν να ‘ταν τέτοια μέρα.
«Βασίλη μην πας, δεν αισθάνομαι καλά, μάλλον ήρθε η ώρα» του
έλεγε εκείνη. «Όταν έρθει, θα είμαι παρών» της είπε, την φίλησε στο μέτωπο και άνοιξε
την πόρτα. Τίποτα δεν τον κρατούσε μακριά από το βουνό. Τίποτα δεν θα τον έκανε
να χάσει ένα ακόμα κυνήγι.
Ένας κρότος τον ξέσπασε από την γαλήνη του. Τι ήταν αυτό, τουφεκιά;
Ποιος να’ ναι εκεί; Τι κυνηγάει; Τι εποχή είναι; Τι ώρα; Τι μέρα; Ένα απαλό άγγιγμα
στον ώμο τον επανάφερε στην πραγματικότητα. «Πατέρα χρόνια πολλά. Που ήσουν πάλι,
για κυνήγι;» του είπε ο γιος του γελώντας. Η αγκαλιά του γέμισε από τα εγγόνια
και τα παιδιά του. Ακόμα δεν είχε έρθει όμως καλά καλά «πίσω». «Μισό λεπτό βρε παιδιά,
να αφήσω το ντουφέκι, θα χτυπήσουμε!» είπε και σήκωσε το χέρι του ψηλά κρατώντας
το ποτήρι με το κρασί, τάχα μου να μην γίνει κάποιο ατύχημα. «Άντε στην υγειά
του κυνηγού μας» φώναξε ο μικρός Βασίλης γελώντας, δράττοντας την ευκαιρία για
μια πρόποση, κρατώντας σφιχτά το δίκαννο του παππού του. Περίμενε κι αυτός πως
και πως την σειρά του να γευτεί την χαρά του βουνού. Να γεμίσει τα πνευμόνια
του με οξυγόνο. Να πατήσει τα χνάρια που είχε αφήσει εκείνος εκεί πάνω.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 15/1/2014.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 15/1/2014.