Του Νίκου Βασάλου http//kaliakouda.blogspot.comΠαραμονή της εξόρμησης με το πρώτο του δίκαννο, ένας νέος κυνηγός πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις αντιμέτωπος με την συνείδησή του. Ευτυχώς έχει καλούς δασκάλους να τον κατευθύνουν!
Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, δεν θυμάμαι ποιας χρονιάς, θα σε γελάσω. Το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι ο Άγιος Βασίλης είχε έρθει για κάποιον νωρίτερα. Ένα 18χρονο παλικάρι εδώ και τρεις μέρες χάιδευε ένα δίκαννο, δώρο του παππού του. Η κυνηγετική άδεια είχε βγει από την αρχή της σαιζόν, αλλά τουφέκι δικό του δεν είχε ακόμα.
Η οικογένεια είχε παράδοση στο κυνήγι. Πάππου προς πάππου, όλα τα αρσενικά παιδιά της, μπαρουτοκαπνίζονταν και απολάμβαναν τα δώρα της φύσης και το άπειρο της υπαίθρου. Χαιρόντουσαν να ποτίζουν με τον ιδρώτα τους, τα βράχια στα περδικονήσια. Να χώνονται στους γιακάδες των πανωφοριών τους τον χειμώνα στο καρτέρι της τσίχλας και να γεμίζουν τις κόρες των ματιών τους με ξεπετάγματα μπεκάτσας. Φυσικά τα σκυλιά δεν έλειψαν ποτέ από τον αυλόγυρο του σπιτιού. Τακτοποιημένα όλα, τόσο τα σκυλιά, όσο και τα τουφέκια. Καθένας είχε το δικό του σκυλί, το δικό του όπλο και δεν τολμούσε κανείς άλλος να τα πειράξει.
Μερακλής ο παππούς, είχε επιλέξει ένα τουφέκι για τον εγγονό του από αυτά που θέλεις πολλά τάλαρα για να το κάνεις δικό σου, άκουγε το όνομά του βλέπεις. Κεντημένο στο χέρι το ατσάλι του και τα ξύλα του είχαν δει πολλούς βαρύς χειμώνες στα βάθη του Καυκάσου πριν να κοπούν και γίνουν κοντάκι και ξυστός.
Τηρούσε πάντα την παράδοση ο γέρος της οικογένειας, αυτή που ήθελε τους άντρες της, την πρώτη μέρα του χρόνου να είναι όλοι μαζί στο βουνό για κυνήγι.
Ένα φλασκί τσίπουρο για να ζεσταίνεται η καρδιά και μια χούφτα σταφίδες, ήταν τα απαραίτητα εφόδια για κείνη την ημέρα.
«Άντε, ετοίμασε τα πράγματά σου από τώρα, να μην ξυπνάμε τις γυναίκες το πρωί και σκούζουν» ήταν η προσταγή του γέρου στον μικρό. Πειθήνιο όργανο εκείνος, εκτέλεσε με μιας την εντολή του και τα διπλωμένα ρούχα ξάπλωσαν πάνω στην καρέκλα πίσω από την πόρτα. Μπροστά ένα ζευγάρι καινούριες αρβύλες, δώρο της μάνας του, η ζώνη με τα φυσίγγια που είχαν γεμίσει μαζί με τον παππού του παρέα με τον ντορβά, στόλισαν την πλάτη της και το τουφέκι μέσα στην θήκη, ακούμπησε στην κάσα της πόρτας. Λες και ήταν με το ένα πόδι στο κατώφλι έτοιμο για την παρθενική του έξοδο, ανυπόμονο κι αυτό σαν τον μικρό ιδιοκτήτη του.
Ο πατέρας καμάρωνε σε μια μεριά και θυμόταν την δική του πρώτη επαφή με το ολοκαίνουριο μονόκαννο που του είχε πάρει ο πατέρας του, ο παππούς της ιστορίας.
Ο μικρός δεν είχε μάτια για άλλο πράγμα στον πλανήτη. Έμπαινε, έβγαινε στο σπίτι για τις ετοιμασίες του βραδινού ρεβεγιόν και όλο και μια κλεφτή ματιά έριχνε στον θησαυρό του. Ζιπ ζαπ το φερμουάρ της θήκης ανεβοκατέβαινε και το δίκαννο εισέπραττε ένα φευγαλέο χάδι. Σαν παράνομοι εραστές που τους χωρίζουν οι περίεργοι περαστικοί έτρεχε να απομακρυνθεί από δαύτο μόλις άκουγε βήματα να πλησιάζουν.
«Θα το σκουριάσεις μωρέ τρίβε τρίβε ακόμα δεν το πήρες» του είπε ο πατέρας του σκασμένος απ’ τα γέλια όταν τον είδε, για πολλοστή φορά, να ερωτοτροπεί με το τουφέκι. «Πατερά δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο τουφέκι μέχρι σήμερα» εκμυστηρεύτηκε ο μικρός την επόμενη φορά που συνελήφθη να σαλιαρίζει μ’ αυτό.
Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά για τον μικρό, ο οποίος μετά την γιορτή της υποδοχής του νέου έτους κι αφού είχε κερδίσει το φλουρί στην βασιλόπιτα, είχε βγάλει φτερά και πετούσε. Μετρούσε αντίστροφα για την μεγάλη έξοδο. Ευγενικά ζήτησε συγνώμη, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και επισκέφθηκε για ακόμα μια φορά τον έρωτά του, που τον περίμενε καρτερικά πίσω απ’ την πόρτα.
Σιγά σιγά οι θαμώνες της γιορτής αραίωσαν και ούτε που θυμάται τι ώρα πέρασε από εκεί ο παππούς του και του είπε να πέσει για ύπνο γιατί το πρωί δεν θα είχε σηκωμό. Εκείνος εξέταζε ένα ένα τα σκαλίσματα, τις βίδες, τα χρώματα της ίριδας που έτρεχαν πάνω στην κάννη με το φως. Χάιδευε το κοντάκι κι έπιασε κουβέντα με τους Καυκάσιους ξυλοκόπους και τους ρωτούσε να μάθει πληροφορίες για το δέντρο που έδωσε μέρος του για τούτα εδώ τα αριστουργήματα. Πόσο γέρικο ήταν το δέντρο, σε τι υψόμετρο είχε βγει, τι εποχή κόπηκε, με τι διαδικασία, ποιος είναι ο μάστορας που καταπιάστηκε με σμίλες και γυαλόχαρτα να δώσει μορφή στα δυο κομμάτια ξύλου, ανάκριση κανονική!
Στο τέλος δεν άντεξε, αγκάλιασε το τουφέκι, το έσφιξε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια από ανακούφιση. «Που θα με ταξιδέψεις το πρωί;» το ρώτησε, λες και κρατούσε το πηδάλιο κανενός αεροπλάνου.
Κάπου εκεί κοντά, δίπλα του, μέσα του, έκανε βόλτες ο Μορφέας αντάμα με την κούραση της μέρας κι δυο τους δεν άργησαν να κερδίσουν τα βλέφαρα του μικρού, που αποκοιμήθηκε σφιχταγκαλιασμένος με το όπλο έχοντας γύρει πάνω στην πόρτα, τρέχοντας στα μπεκατσοτόπια που του είχε δείξει ο παππούς του.
Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα, εκείνος άνοιξε σαστισμένος. «Ποιος να είναι τέτοια ώρα» σκέφτηκε. Ένα κοτσύφι με τα χέρια πίσω έκανε νευρικά πέρα δώθε βόλτες στο κατώφλι. Η έκπληξη φώτισε τα μάτια του μικρού που αμέσως έσκυψε να το πάρει στα χέρια του. «Μην τολμήσεις!» ακούστηκε μια φωνή κι εκείνος μάζεψε το τεντωμένο χέρι του, λες και τον είχαν κάψει η φλόγες της κόλασης. Ακούμπησε το τουφέκι απαλά στην πόρτα κι έκανε τον σταυρό του σαστισμένος μονολογώντας «Δεν το πιστεύω, ένα κοτσύφι που μιλάει!».
«Ετοιμάζεσαι για το βουνό ε;» συνέχισε ο κότσυφας παράλληλα με το πέρα δώθε στο κατώφλι.
«Μωρέ που βρέθηκες εσύ, θα με τρελάνεις. Μιλάνε τα κοτσύφια; Και να μιλάνε δηλαδή, που δεν, τι σε νοιάζει εσένα για που ετοιμάζομαι εγώ;» είπε ο μικρός μαζεύοντας τα φρύδια του στο κέντρο του μετώπου του.
«Ετοιμάζεσαι για να σκοτώσεις, το βλέπω στα μάτια σου. Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Η καρδιά σου χτυπάει δυνατά και η αδρεναλίνη σου μυρίζει από χιλιόμετρα» είπε το κοτσύφι και με ένα φτερούγισμα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού, κοιτάζοντας μέσα ερευνητικά μην τύχει και ήταν κάποιος άλλος παρόν. Αυτά που είχε να πει, αφορούσαν τον μικρό και μόνο! Στους μεγάλους πια δεν έπιαναν τα λόγια του. Αυτοί ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι χρόνια τώρα. Ένας αμόλυντος έπρεπε να τ’ ακούσει. Μόνο ενός τέτοιου τα αυτιά θα μπορούσαν να ακούσουν ένα γέρικο κοτσύφι και, ίσως, να γύριζαν τα μυαλά του. Ίσως δεν έβγαινε την επαύριο ένας νέος θηρευτής στο βουνό. Που ξέρεις, μπορεί και να πετύχαινε το αδιανόητο, να γίνει πολέμιος του κυνηγίου. Ένας γενίτσαρος που δεν θα άφηνε σε χλωρό κλαρί κανέναν που βάσταγε τουφέκι.
Ο μικρός έκπληκτος έκατσε στην καρέκλα και έγειρε την πόρτα. «Μην την κλείνεις, πρέπει να μείνει ανοιχτή» είπε το πουλί «Μπορεί να έρθει κανένας και δεν θέλω συναντήσεις με άλλους». Πέταξε μέχρι το γόνατο του μικρού, έβαλε τα χέρια πίσω ξανά και άρχισε να μιλάει με αυστηρό ύφος.
«Τι έχεις πάθει δεν μου λες; Εσύ μικρός δεν άντεχες τους κρότους στην Ανάσταση και έκλαιγες στην αγκαλιά της μάνας σου, τώρα μου θες τουφέκι; Τι να το κάνεις, που θα πας, γιατί να πας και ποιον θα στείλεις στον αγύριστο; Είπα μέσα μου όταν σε είδα να κλαις και να κρύβεσαι στην φούστα της μάνας σου, ότι με σένα είχαμε ησυχάσει. Να που μας ξεφύτρωσες μέγας θηρευτής κι εσύ και θα αρχίσεις μπαμ από δω, μπουμ από κει. Να στο καρτέρι, και να στην φέρμα. Θα νιώσεις μεγάλος και τρανός με τούτο το σιδερικό στα χέρια. Μίλα μωρέ, βουβάθηκες;» πρόσταξε τον μικρό που είχε κολλήσει την πλάτη του πάνω σ’ αυτή της καρέκλας και δεν πίστευε μήτε στ’ αυτιά, μήτε στα μάτια του. Τι τον είχε βρει πρωτοχρονιάτικα! Μάζεψε όλο το κουράγιο του και άρχισε να μιλάει στο κοτσύφι που τον κοιτούσε με ένα έντονο θυμωμένο βλέμμα λες και είχε τις δυνάμεις να του κάνει το μεγαλύτερο κακό.
«Συγνώμη, αλλά δεν κάνω κάτι που δεν επιτρέπεται. Δεν είμαι παράνομος, έχω άδεια. Δεν κλέβω τα θηράματα που φέρνω σπίτι από κανέναν. Τα διεκδικώ στα ίσα και πάντα σύμφωνα με το γράμμα των γραφτών και άγραφων νόμων. Έτσι μου έμαθε ο παππούς μου, ο πατέρας μου. Δεν είμαι μπαμπέσης εγώ. Το τουφέκι που λες δεν με κάνει να νιώθω μεγάλος και τρανός, ένα απλό εργαλείο είναι που μου εξασφαλίζει να καρπωθώ αυτά που δικαιούμαι από την φύση και μόνο αυτά!» δικαιολογήθηκε ο μικρός που είχε αρχίσει να βλέπει στα ίσια πια τον κότσυφα και να μην τον φοβάται. Εκείνος, ο κότσυφας, ήξερε ότι ο μικρός έλεγε αλήθεια. Ποτέ του δεν παρεκτράπηκε στο βουνό και δεν ζήλεψε παραφουσκωμένους ντορβάδες. Ποτέ δεν είχε πατήσει την σκανδάλη όταν δεν έπρεπε και ήταν παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους συνομήλικούς του, είχε καλούς δασκάλους. Από γενιά σε γενιά, η οικογένεια ετούτη, χαίρονταν με το απέραντο της φύσης και ένιωθαν πλήρης με λιγοστά πράγματα που τους έδινε. Το άρωμα που βγάζει το βρεγμένο χώμα το φθινόπωρο, τα χόρτα του βουνού που μοσχοβολούσαν το μεσημέρι στο πιάτο αχνιστά και τα θηράματα που καρπώνονταν κυνηγώντας τα στα ίσα!
«Τζάμπα τα λόγια μου πήγαν» είπε ο κότσυφας «Είσαι αποφασισμένος, έχεις γίνει ένας απο δαύτους, είσαι ήδη ένας κυνηγός! Δεν αλλάζεις εσύ με τίποτα πια. Δώσε μου μόνο το λόγω σου, ότι δεν θα προδώσεις ποτέ τον γέρο παππού σου κι αυτά που σου έμαθε. Δεν θα σηκώσεις το τουφέκι σου ποτέ όταν δεν πρέπει και ότι θα προσπαθείς πάντα να αλλάζεις γνώμη σε όλους αυτούς που χάνουν τον εαυτό τους».
«Ορκίζομαι είπε ο μικρός» κι ακούμπησε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς. Ακουστήκαν βήματα και μ’ ένα πέταγμα ο κότσυφας βρέθηκε έξω από την πόρτα. «Θα τα ξαναπούμε» είπε ο μικρός. «Δεν νομίζω, μια ευκαιρία έχει ο καθένας στην ζωή του να ακούσει την συνείδηση του!» απάντησε ο κότσυφας και χάθηκε μέσα στην νύχτα.
Το χέρι του γέρου στον ώμο του τον έκανε να πεταχτεί απότομα. Κρατούσε το όπλο του αγκαλιά κι είχε στα χείλη του ένα χαμόγελο.
Κοιτάχτηκαν οι δυο τους για μια στιγμή στα μάτια. Ο μικρός ήταν σίγουρος ότι ο παππούς ήξερε. Όντως, ο γέρος ήξερε ότι ο εγγονός του δεν θα παραστρατούσε ποτέ.
Τι χρονιά είχε ξημερώσει δεν θυμάμαι. Κι αν καίγεσαι για τα ονόματα, τον παππού τον έλεγαν πείρα και τον μικρό της νιώτης σπίθα!
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 2/1/2013.