Τα κυνηγετικά ταξίδια των Συριανών είναι μια αστέρευτη πηγή
άντλησης ιστοριών. Ιστορίες από αυτές που σε κρατούν δεμένο στην καρέκλα και βάζουν
φωτιά στην σκέψη και την ψυχή σου. Η κάρπωση δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο αφού
τις περισσότερες φορές, η ιστορία «πατάει» ακριβώς πάνω στα λόγια του ποιητή,
που θέλει τον προορισμό να είναι ελάσσονος σημασίας έναντι αυτής του ίδιου του
ταξιδίου.
Ο καπετάνιος φώναζε τα ονόματα πιασμένος από τα ρέλια του καϊκιού
και ένας ένας οι ταξιδιώτες πηδούσαν μέσα με το αντίτιμο στο ένα χέρι και την μικρή
περιουσία τους στο άλλο. Τουφέκι και ντορβάς! Μια περιουσία η οποία κόστιζε,
και συνεχίζει ακόμα να κοστίζει, ένα κάρο όνειρα, ένα τσουβάλι ελπίδες, άπειρες
ιστορίες, τόνους ευχάριστων και δυσάρεστων συναισθημάτων. Πολλά ντεσιμπέλ ξεκαρδιστικών
γελώτων και χιλιάδες χτύποι του ρολογιού με βουβό κλάμα και περισυλλογή.
Διαχρονική και σταθερή αξία το κυνήγι όπως καταλαβαίνεις φίλε
μου κι ας προσπαθούν κάποιοι να το ξευτελίσουν και να το υποβιβάσουν, με σκοπό
να το φτάσουν σε σημείο τέτοιο που θα μπορούν να το χαίρονται μόνο λίγοι όπως παλιά
και να μας το πουλήσουν πίσω ακριβά και με δόσεις.
Συνέχισε ο καπετάνιος και έκλεισε
την λίστα: Παπαδάκης Μιχάλης, Δαλέζιος Γιάννης, Συριανός Βαγγέλης, Κοντιζάς Μανώλης.
«Άντε παιδιά, καλό μας ταξίδι και καλά να περάσουμε». Η ρότα του πλεούμενου, μετά
την μπούκα του λιμανιού, ήταν η Άνδρος, ένα από τα εκλεκτά περδικονήσια των Κυκλάδων.
Ο Μιχάλης κυνηγός του μεροκάματου. Πατωματζής τότε, είχε στρώσει πολλά μέτρα
μωσαϊκό στα σπίτια της Σύρας. Μετέπειτα εντάχθηκε στην δύναμη των
φορτοεκφορτωτών και καθημερινά η πλάτη του σήκωνε πολλούς τόνους, σιτηρών,
τσιμέντων και άλλων αγαθών που έφταναν στο νησί.
Ο Γιάννης, ο γαμπρός του Όλγα.
Ξυλουργός στο επάγγελμα, με μόνιμα ζωγραφισμένο το χαμόγελο στα χείλη του.
«καλό παιδί και καλός μάστορας» θυμάται ο αφηγητής μου. Ο Βαγγέλης πλακατζής
και στο χούι και στο επάγγελμα, πετυχημένος και στα δυο! Γόνος ενός γητευτή των
όπλων. Ενός οπλομάστορα που άφησε ιστορία τόσο για την ικανότητα να
φωτογραφίζει με το μυαλό του αυτό που του ζητούσε ο πελάτης, όσο και για το
πόσο κρασί μπορούσε να χωρέσει μέσα του. Για τον μαστρομανώλη δεν χρειάζεται να
πω πολλά. Το όνομα του είναι συνυφασμένο με σκαρπέλα, ματσόλες και ξύλινα
κεντίδια που ακόμα κοσμούν τέμπλα, τραπέζια, καρέκλες, καθρέπτες και ένα σωρό αντικείμενα,
που τα χέρια του μετέτρεψαν σε έργα τέχνης.
Ο ήλιος έβαζε όλη του την δύναμη
για να ψήσει τα Ανδριώτικα βράχια, μαζί σκυλιά και κυνηγούς.
«Περπατούσα μαζί με τον Γιάννη, αφηγείται ο
Μιχάλης, και δεν θυμάμαι να είχαμε κάνει τίποτα, όταν σε κάποιο γύρισμα βρήκαμε
τον Βαγγέλη να κάθεται με την πλάτη σε ένα βράχο, κάτω από την σκιά μιας ελιάς
από τις τόσες που είχε μέσα το χωράφι. Είχα μαζί μου και ένα σκυλάκι που το είχα
τσεκάρει και εμπιστευόμουν την μύτη του πάρα πολύ. Ο Βαγγέλης ατάραχος απολάμβανε
το κολατσιό του, παρέα με ένα μπουκαλάκι κρασί και μας έκανε νόημα να κάτσουμε κοντά
του. Όσο κουβεντιάζαμε για τις πέρδικες, που δεν είχαμε βρει ακόμα, το σκυλάκι έκανε
μερικά βήματα και αφού πέρασε πίσω από τον καθισμένο Βαγγέλη, έμεινε στην φέρμα. "Μάζεψε το ψοφίμι σου που θέλει να μας κάνει τον καλό μωρέ. Το ψωμοτύρι του μύρισε,
μελανό στην πείνα θα το έχεις". Είπε ο Βαγγέλης και γελούσε καθώς έβλεπε το σκυλάκι
να επιμένει και να ποντάρει πίσω του.
"Βαγγέλη έχε μια έννοια, γιατί αυτό
που βλέπεις έχει καλή μύτη και δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά", του απάντησα εγώ
και έσφιξα του τουφέκι προσπαθώντας να βρω κατάλληλη θέση. Ο θόρυβος από τις
δυο πέρδικες που ξεκόλλησαν πίσω από την πέτρα, που τόση ώρα προσέφερε χουζούρι
στον Βαγγέλη και κάλυψη σ’ αυτές, ήταν μεγάλος. Ακόμα πιο μεγάλο σαματά έκανε
το τουφέκι μου κι αυτό του Γιάννη κι οι πέρδικες ξάπλωσαν φαρδιές πλατιές πιο κάτω.
Ο Βαγγέλης ξεροκατάπιε και δεν πίστευε
στα μάτια του. «Κοίτα να δεις κάτι πράγματα μονολογούσε συνέχεια. Βρε ολόκληρο βουνό,
ολόκληρο νησί, πίσω από την πλάτη μου βρήκανε να κρυφτούνε;»
Το κυνήγι είναι μια γιορτή που κανείς
δεν ξέρει τι δώρο θα πάρει και σε πια χρονική στιγμή. Ευτυχής είναι αυτός που
αυτό το δώρο δεν το έχει συνδέσει απαραίτητα με μια γεμάτη τσάντα, αλλά με ένα μουσκεμένο
μπλουζάκι, το μαστίγωμα μιας χαρούμενης ουράς στο πόδι, πολλές κουβέντες κι
άλλες τόσες εικόνες που κρύβει στην ψυχή του από κάθε έξοδο.
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 8/1/2014.
2 σχόλια:
Δεν ξέρεις πόσο μ'αρέσει να διαβάζω ιστορίες που μεταφέρεις με τη δική σου πένα στο χαρτί.
Και ακόμα περισσότερο όταν γνωρίζω άτομα που αναφέρεσαι.
Ο "Μπούλης" γνωστός από χρόνια με πολύ χιουμορ και ατέλειωτες πλάκες!
Τα φιλιά μου!
Τα παραμυθια ειναι ενα ειδος λογου που, ακομα και τωρα, με μαγευει.
Η μαγεια αυτη απογειωνεται οταν το παραμυθι εχει ριζες στην παγματικοτητα και, οπως ειπες, οταν γνωριζεις τους πρωταγωνιστες.
Εν προκειμενου, ο Βαγγελης ειναι απιστευτος και οποιος τον γνωριζει καλα και μπορεσει να φερει στο μυαλο του τις γκριματσες και ολα τα "γαλλικα" που ξεστομισε εκεινη την στιγμη, αρκει για να κατουρηθει στα γελια.
Σευχαριστω για τα πενεματα σου :))
Δημοσίευση σχολίου