Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.gr
Η υστεροφημία ήταν ζητούμενο μείζονος σημασίας για τους
αρχαίους Έλληνες. Η πλούσια μυθολογία μας, αναφέρει πολλές περιπτώσεις για αποφάσεις
που πάρθηκαν, ή όχι, αιτία αυτής της σκέψης που βρίσκονταν πάντα στο μυαλό τους
και καθόριζε τις κινήσεις τους.
Κρίνοντας εξ ιδίων να πω ότι, αρκετές χιλιάδες χρόνια μετά,
η υστεροφημία για τους συγγενείς ενός νεκρού δρα ως βάλσαμο στην πληγή που αφήνει
η απώλεια ενός αγαπημένου ατόμου. Ηρεμεί η ψυχή σου όταν ακούς καλά λόγια για
το άτομο που ο χαμός του σε πίκρανε και σε πλήγωσε πολύ. Γεμίζει το κορμί σου
απ’ άκρη σ’ άκρη με γαληνή και νιώθεις ξαφνικά ότι έκρυβες μέσα σου περισσότερη
αγάπη για εκείνο.
Ο σοφός λαός μας λέει ότι ο πραγματικός θάνατος, έρχεται
όταν κάποιος ξεχαστεί. Όταν δεν γίνεται πια καμιά αναφορά στο πρόσωπο του κι
όταν η θύμηση του δεν πιάνει σε κανένα μυαλό χώρο. Όταν κανένας δεν έχει τίποτα
να πει για εκείνον που έφυγε για το πιο μακρινό ταξίδι και η λήθη έχει
ξεθωριάσει την εικόνα του.
Στον αντίποδα βρίσκεται η αθανασία που προσφέρει η μνήμη, η αναφορά
σε αυτούς που μας έχουν λείψει. Στους αιώνιους ταξιδευτές. Αυτούς που αγαπήσαμε,
εκτιμήσαμε και που με τον τρόπο τους κατάφεραν μια μικρή, ή, μεγάλη χαρακιά
στην ψυχή μας. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι καλύτερα είναι αυτό που νιώθεις
να το δείχνεις στον άλλον όσο είναι εν ζωή. «Που θα είμαι εγώ τότε για να δω το
άγαλμα που θα μου στήσουν και τα στεφάνια που θα μου καταθέσουν; Όλα αυτά δεν έχουν
καμιά αξία μπροστά σε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, ένα ζεστό χαμόγελο. Ένα ποτήρι
ούζο που μοιράζεσαι με δυο ευχάριστες κουβέντες».
Σωστό κι αυτό, έχει μια βάση. Όταν όμως βλέπεις εκδηλώσεις αγάπης
και σεβασμού μετά θάνατο κάποιου, μπορείς να καταλάβεις πόσο σημαντικός ήταν ο
εκλιπόν για εκείνον που χωρίς να σκεφτεί κόπο, χρόνο και χρήμα, αφιερώνει όλα
τα παραπάνω για να φωνάξει σιωπηλά: Μου λείπεις!
Ο Σταύρος Κουλούρης υπήρξε μια κυνηγετική μορφή που άφησε εποχή
στο νησί μου. Το βαλάντιο του, του επέτρεψε να κυνηγήσει με ακριβά τουφέκια μα
και να πληρώσει μεροκάματα για να «κρατάνε» το καρτέρι του ολονυχτίς την περίοδο
των τρυγονιών, πάνω εκεί στον Χαρασώνα, στο καρτέρι που ακόμα και σήμερα φέρει,
τιμής ένεκεν, το όνομα του. Ευγενική φυσιογνωμία, ευθυτενής, με παράστημα και βηματισμό
που πρόδιδαν την γαλάζια απόχρωση που είχε το αίμα που έρεε στις φλέβες του. Συνάμα
όμως ήταν τόσο απλός και προσιτός. Όσοι τον γνώρισαν έχουν πολλές καλές κουβέντες
να πουν για εκείνον.
Ένας καλός καρντάσης ήταν κι ο Σταύρος Ζαράνης, ο Σταυρής. Άνθρωπος
του μεροκάματου, την καλής παρέας και του καλαμπουριού. Παθιασμένος κυνηγός κι αυτός.
Με διαφορά αρκετών ετών, έδωσαν ραντεβού οι δυο τους, οι
συνονόματοι, στην γειτονιά των αγγέλων. Φαίνεται όμως ότι το κενό που άφησαν πίσω
για τον καλό, κοινό τους φίλο τον Κώστα Ψαθόπουλο ήταν μεγάλο. Έτσι ο γνωστός
και απείρως εκτιμώμενος στην κυνηγετική Συριανή κοινότητα, και όχι μόνο, ο κατά
κόσμων Μουθούκης, επιστράτευσε την κατασκευαστική του ικανότητα και σκάρωσε ένα
ερμάριο μνήμης.
Ένα μικρό ντουλαπάκι φορτωμένο με νερό, καφέ, ζάχαρη, κουταλάκι,
μπρίκι, γκαζάκι και ότι άλλο μπορεί να χρειαστεί κάποιος για να ξαποστάσει και
να μνημονεύσει τους δυο φίλους του που έφυγαν, ο ένας βιαστικά. Ένα ποίημα, γραμμένο
από τον ίδιο, κοσμεί το ένα πορτάκι και μια παράσταση από κυνήγι μπεκάτσας το
άλλο.
Όλος αυτός ο θησαυρός, είναι κρυμμένος στην σκιά μια αγριελιάς,
στην πλάτη του καρτεριού του Κουλούρη. Ευχάριστη έκπληξη για όποιον θελήσει να αγναντέψει
την Τζια, την Κύθνο και την Γυάρο απ’ την μια και από την άλλη την Τήνο, την Μύκονο,
την Νάξο και την Πάρο. Μεσημέρι Κυριακής ήταν όταν με τον Λορέντζο και τον πεθερό
του τον Αντώνη, πήραμε την ανηφόρα για να χαζέψω από κοντά το πρωτότυπο μνημείο
που σκάρωσε το Μουθούκι. Μας έκλεψε τα λόγια και τις σκέψεις η θέα. Το πλέον καταλληλότερο
μέρος για να στηθεί ένα «μνημείο» για δυο κυνηγούς. Για δυο άτομα της φαμίλιας
που, χιλιάδες χρόνια τώρα, επιμένει να γιομίζει τα σωθικά της με φρέσκο αγέρα
και την ψυχή της με εικόνες που, αν μη τι άλλο, σε αφήνουν άφωνο μπροστά στο μεγαλείο
της πλάσης.
Ανοίξαμε το ερμάριο, θαυμάσαμε την εφευρετικότητα του κυρ Κώστα,
μνημονεύσαμε τους δυο χαμένους συναδέλφους, πήραμε τις ψυχολογικές μας ντόπες
που προσφέρει το απέραντο γαλάζιο από εκεί πάνω, γεμίσαμε τα αυτιά μας με τα κακαρίσματα
των περδίκων που έψαχναν ταίρι και κατηφορίσαμε για τον μετασκευασμένο αχυρώνα
του Αντώνη, που μας φιλοξενεί κάποια κυριακάτικα μεσημέρια και γευόμαστε το νέκταρ
της κάβας του.
Να ‘σαι καλά κυρ Κώστα να θυμάσαι τους φίλους σου. Αθάνατοι!
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 7/5/2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου