ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

ΗΜΕΡΗΣΙΟ ΠΑΡΑΓΑΔΙ ΓΙΑ ΧΟΡΤΑΤΟΥΣ.Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου "ΚΥΝΗΓΙ" στις 19/5/10



Είχε περάσει αρκετός καιρός που ο φίλος μου ο Λευτεράκης είχε γίνει Καπεταν Λευτέρης! Όχι δεν ήταν απόφοιτος της σχολής Εμποροπλοιάρχων, απλά είχε πάρει σκάφος. Μην φανταστείτε καμιά θαλαμηγό, μια πλαστική βάρκα 4.5 μέτρα ήταν κι άλλα τόσα με την φαντασία του σύνολο 9! Είχε μάθει τόπους, τρόπους, τεχνικές, κόλπα και όλα αυτά τα οποία κάνουν κάποιον ερασιτέχνη ψαρά να μοιάζει με θαλασσόλυκο σε κάθε εξιστόρηση ενός απλού ψαρέματος.
«Σου έχω πει τόσες φορές να πάμε για ψάρεμα κι όλο το αποφεύγεις» Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα μας. « Πάμε ρε, να φας κανένα φρέσκο ψαράκι!». «Άντε να πάμε» απάντησα εγώ και άνοιξα τον ασκό του Αιόλου για την γυναίκα μου, η οποία ζαλίζεται ακόμα και αν πλοίο είναι πάνω σε δεξαμενή! Το ψάρεμα θα προηγούνταν ενός Κυριακάτικου μπάνιου, συνοδεία του ωραίου φύλου. Η προετοιμασία κράτησε όλη την εβδομάδα. Να πάρουμε γαρίδα, να την καθαρίσουμε, να την βάλουμε στην ζάχαρη να σφίξει, να δολώσουμε το παραγάδι, να υποχρεωθούμε στον γείτονα (που είχε μεγάλο ψυγείο) να μας το συντηρήσει για δυο τρεις μέρες με την υπόσχεση του μεζέ κτλ. Οι γυναίκες είχαν επιφορτιστεί με την προετοιμασία των υπολοίπων λεπτομερειών και του κολατσιού, να μην μαυρίσουμε και στην πείνα ψαράδες πράγμα! Στις καθημερινές μας συναντήσεις ήταν η μόνη συζήτηση που μας απασχολούσε καθ’ ότι ο παράγοντας «γυναίκα», χαλούσε τα σχέδια της ελεύθερης επιλογής του ψαρότοπου που, κατά τα λεγόμενα του καπεταν Λευτέρη, «έβραζε» από ψάρια! Μετά από πολλές μουτζούρες σε χαρτοπετσέτες, κόλες τετραδίων, και χάρτινα τραπεζομάντιλα, η πορεία πλεύσης καθορίστηκε. Άγιος Στέφανος, μεγάλη η χάρη Του. «Θα κάνουν οι γυναίκες το μπάνιο τους, κι εμείς θα πάμε στο δίπλα λαγκόνι. Δεν είναι όπως το άλλο μέρος που σου έλεγα, αλλά είναι πολύ καλό κι αυτό» Τάδε έφη: καπεταν Λευτέρης. Εγώ κρατώντας μικρό καλάθι, μιας και ποτέ δεν είχα χορτάσει από τα ψαρέματά μου, του έλεγα ότι το δικό μου το ζητούμενο ήταν να κάνουμε την πλάκα μας. «Μην είσαι χαζός, θα βαρεθείς να τρως ψάρια. Η γυναίκα μου όταν της λέω για ψάρεμα γκρινιάζει γιατί δεν έχουμε άλλο χώρο στο ψυγείο. Α! να πάρουμε και κάρβουνα να τα ψήσουμε επί τόπου;» Τέτοια σιγουριά!
Ήρθε η Κυριακή και η γυναίκα μου, εγώ και η λαχτάρα μου που, μετά από τόσα λόγια, είχε γίνει σιγουριά περιμέναμε στον μόλο τους καραβοκύρηδες για να σαλπάρουμε. Είχαμε ραντεβού με τα ψάρια βλέπεις. Όση ώρα περιμέναμε η γυναίκα μου έβλεπε την φελούκα του Λευτέρη να τραμπαλίζεται στο αντιμάμαλο του ντόκου και κατέβαζε τις δραμαμίνες σαν κουφέτα! «Που θα πάμε με αυτό το καρυδότσουφλο 4 άτομα; Θα πνιγούμε» Το κέφι και η αισιοδοξία σε όλο της το μεγαλείο από το πρωί. Ήρθαν οι άλλοι και με την ψυχή μου μαύρη σαν τον χάρο, από την γρίνια, μπήκαμε μέσα. Ντούκου ντούκου μηχανάκι, ντούκου το παλιό μεράκι λέει το τραγούδι και η εξάτμιση από την μικρή diesel μηχανή, άφηνε με την βοήθεια του καιρού τις αναπνοές της πάνω στο πρόσωπο της γυναίκας μου. Όπως ήταν φυσικό και επόμενο δεν άργησε κι εκείνη με την σειρά της, να μαλαγρώσει το μέρος και να μας χαλάσει το κέφι όλων. Μια διαδρομή δυο μιλίων σκάρτα, την κάναμε 45 λεπτά, αφού η γέφυρα αποφάσισε να αλλάξει ρότα και να βάλει τον καιρό πρύμα, για να εξασφαλίσει στους επιβάτες ένα άνετο και ευχάριστο ταξίδι. Μόνο οι καμαρότοι έλειπαν για να αισθανθούμε ότι ταξιδεύουμε με κρουαζιερόπλοιο! Φτάσαμε επί τέλους και όρμισα έξω για να δέσω το σκάφος και ν’ αρχίσει η αποβίβαση κάνοντας στο καλαμπούρι την γνώριμη φωνή που ακούμε από τα μεγάφωνα των πλοίων. «Προσοχή παρακαλώ, οι κύριοι επιβάτες με προορισμό τον Άγιο Στέφανο παρακαλούνται όπως εξέλθουν. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως για ψάρεμα». Αφού έφυγαν η γρίνια και η κακοτυχιά από μέσα, βάλαμε πλώρη για το μέρος. «Σταθερά το τιμόνι κι οι στροφές κι άστα όλα πάνω μου» πρόσταξε ο καπετάνιος μου και εγώ υπάκουσα, με βόλευε κιόλας! Να τα καλάρια, να τα βαρίδια κατά διαστήματα, παρ’ το δεξιά, όλο αριστερά, φούντα και το τελευταίο καλάρι και πάμε για μπάνιο. Τόσο απλά, λυτά κι ωραία. Εγώ κοιτούσα τον βυθό και απορούσα μέσα μου τόσο για το βάθος, όσο και για τον διάκοσμο, αλλά δεν μίλησα «Θα ξέρει αυτός» είπα. Πέρασε ο απαιτούμενος χρόνος και ο σατράπης καπετάνιος με διέταξε να ετοιμαστώ για να πάρουμε επάνω τα εργαλεία. Από το πρώτο αγκίστρι άρχισαν τα όργανα και ο καπεταν Λευτέρης, ο φωτεινός παντογνώστης, μεταμορφώθηκε σε κάποιον που μάλλον είχε βουνίσιες ρίζες. «Τι να πω δεν ξέρω, τέτοια ήττα πρώτη φορά τρώω» έλεγε και ξανάλεγε κοιτώντας πότε πότε κι εμένα, ρίχνοντας έμμεσα τις ευθύνες πάνω μου και στο κακό μου κάρμα. Τα αγκίστρια ανέβαιναν το ένα μετά το άλλο στην βάρκα και όλα, μα όλα, ήταν γεμάτα φύκια! Εγώ καμωνόμουν τον σοβαρό και τον στενοχωρημένο, αλλά από μέσα μου τα τρανταχτά γέλια έκαναν πάνω κάτω. Γέμισε η λεκάνη του παραγαδιού με φύκια, όπως ήταν φυσικό, αφού πάνω σε φύκια τα είχαμε ρίξει. Ο Λευτέρης κόκκινος από τα νεύρα και βγάζοντας ατμούς από τα’ αυτιά, έβριζε πότε εμένα και πότε τις γυναίκες για την γρουσουζιά. Βάλαμε πλώρη για πίσω κι εγώ, τσιμουδιά! Κάναμε μπάνιο, φάγαμε και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων, για τον φόνο ούτε λέξη. Οι γυναίκες κάτι πήγαν να πουν, αλλά κόπηκε εν τη γενέσει της η κουβέντα από το βλοσυρό βλέμμα του καπετάνιου. Ο ήλιος έδυε όταν πατήσαμε τον μόλο, μαζί με όλα τα συμπράγκαλα έβγαλα και την λεκάνη με τα φύκια. Μην μπορώντας να αντισταθώ άλλο στον πειρασμό, πέταξα την μπόμπα πέφτοντας κάτω από τα γέλια «Ρε Λευτέρη, πάρε κι εσύ κανένα ψαράκι ποιος θα τα φάει όλα αυτά».

Δεν υπάρχουν σχόλια: