«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»
"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"
Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Νομοθεσία κ Κυνηγετικές Οργανώσεις ...Του Γιώργου Πετράκη Δικηγόρου στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο της Επικρατείας Σύμβουλου Κ.Σ. Αιγάλεω
Ένα από τα πιο καυτά ζητήματα στο χώρο των κυνηγετικών οργανώσεων είναι η δυνατότητα που έχουν οι Ομοσπονδίες και η Συνομοσπονδία να ελέγχουν τους τοπικούς κυνηγετικούς συλλόγους. Όπως όμως διαφαίνεται από την ανάλυση που ακολουθεί, μια τέτοια εξουσία δεν έχει νομική βάση!
Τα καταστατικά των Κυνηγετικών Οργανώσεων που έχουν αναγνωριστεί διοικητικά ως συνεργαζόμενα με το πρώην υπουργείο Γεωργίας και χαρακτηρίζονται γενικότερα ως σωματεία του άρθρου 266 του ΝΔ 266/1969 (Δασικού Κώδικα) έχουν και άρθρα αντισυνταγματικά και παράνομα. Γι’ αυτό τα συγκεκριμένα άρθρα θα πρέπει ν’ απαλειφθούν τόσο με απόφαση του αρμόδιου υπουργού όσο και του κατά τόπο αρμόδιου Πρωτοδικείου, κατόπιν σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των σωματείων, αφού σε κάθε περίπτωση δεν έχουν νομική ισχύ.
Τα παράνομα άρθρα
* Με το άρθρο 11 του ενιαίου καταστατικού των επτά Κυνηγετικών Ομοσπονδιών, που είναι σωματεία του άρθρου 266 ΝΔ 86/1969 ορίζονται τα εξής:
«1. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας ασκεί πειθαρχική εξουσία επί των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου των Κυνηγετικών Συλλόγων της περιφέρειας της, εφόσον αυτά δεν τηρούν τις καταστατικές αρχές του Συλλόγου, τους κανονισμούς, τις αποφάσεις των γενικών Συνελεύσεων και τις τοιαύτες της Ομοσπονδίας και της Συνομοσπονδίας, τους κανόνες της Κυνηγετικής δεοντολογίας ή εκτελούν τα καθήκοντα τους πλημμελώς. Η παράβαση των ανωτέρω υποχρεώσεων ως και η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα κρινόμενο και τιμωρούμενο από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας με πειθαρχική ποινή επιβαλλόμενη με αιτιολογημένη απόφαση κατόπιν προηγούμενης κλήσεως προς απολογία, ανεξαρτήτως πάσης ποινικής ευθύνης ή άλλης συνέπειας κατά τους κείμενους Νόμους.
2. Οι επιβαλλόμενες ποινές είναι α) απλή ή έγγραφη παρατήρηση μετά συστάσεως μη επαναλήψεως της παραβάσεως β) επίπληξη κατ’ ιδίαν μετά κλήσεως επανορθώσεως της παραβάσεως γ) επιβολή προστίμου σε μέλος ή αλληλεγγύως εφ’ ολοκλήρου του Συμβουλίου Συλλόγου, που θα κατατεθεί ως έσοδο του Κυνηγετικού Συλλόγου, στο οποίο ανήκει ο τιμωρηθείς. Οι μη συμμορφούμενοι προς το νόμο, τα καταστατικά ή τις επιβαλλόμενες ποινές διαγράφονται των μελών του Συλλόγου για ένα έτος με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας δ) πρόταση αντικαταστάσεως από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.
3. Κατά κάθε απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου που επιβάλλει ποινή προστίμου ή προτάσεως αντικαταστάσεως από μέλους Διοικητικού Συμβουλίου, μπορεί ν’ ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας.
Η προσφυγή ασκείται εντός τριάντα ημερών από της εγγράφου κοινοποιήσεως της προς τον τιμωρούμενο με κατάθεση της με απόδειξη στον Γενικό Γραμματέα της Ομοσπονδίας, ο οποίος αμελλητί την διαβιβάζει μετά του φακέλου στο Διοικητικό Συμβούλιο της Συνομοσπονδίας. Μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής, αναστέλλεται η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής».
* Με το άρθρο 12 παρ. 4 του ενιαίου καταστατικού των Κυνηγετικών Συλλόγων ορίζεται ότι «Το Διοικητικό Συμβούλιο υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της οικείας Κυνηγετικής Ομοσπονδίας».
* Με το άρθρο 2 παρ. 1 της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «1. Σκοπός του σωματείου είναι η άσκηση εποπτείας και ελέγχου επί των Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και των Κυνηγετικών Συλλόγων της χώρας».
Η νομολογία που διαπιστώνει την ακυρότητα:
Με τις υπ’ αρ. 51/2009, 1177/2009 αποφάσεις του Αρείου Πάγου και τις υπ’ αρ. 1104/2008, 1105/2008 και 3711/2007 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν άμεσα ή έμμεσα ως παράνομες και άνευ κύρους οι ανωτέρω σχετικές καταστατικές διατάξεις των Κυνηγετικών Οργανώσεων. Συγκεκριμένα:
Τα περί συστάσεως Κυνηγετικού Σωματείου ρυθμίζονται κατ’ αρχήν με το άρθρο 266 του ΝΔ 86/1969 (Δασικού Κώδικα), όπως τροποποιημένος ισχύει σήμερα. Κατά τα λοιπά για τις κυνηγετικές οργανώσεις ισχύουν οι διατάξεις περί σωματείων του Αστικού Κώδικα καθώς κι εκείνες που διατηρήθηκαν, μετά την ισχύ του Ν. 281/1914 περί σωματείων, δυνάμει του άρθρου 12 του ΑΝ 2783/1941 (Εισ. Ν.ΑΚ), εφόσον δεν αντίκειται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 266 του Ν.Δ. 86 /1969, όπως τροποποιημένος ισχύει μέχρι σήμερα.
Το άρθρο 43 του Ν. 281/1914 «περί Σωματείων» που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Εισ.Ν.Α.Κ. προβλέπει ότι «δύο ή περισσότερα σωματεία επαγγελματικά ή άλλων σκοπών, μπορούν να ενώνονται σε σύνδεσμο ή ένωση για την επίτευξη των κοινών αυτών συμφερόντων, διατηρούντα την οικονομική και διοικητική αυτονομία τους. Οι ενώσεις αυτές δύνανται να αναγνωρίζονται κατά τους όρους αυτού του Νόμου, υποχρεούμενες να δηλώνουν αρμοδίως τα ονόματα των αποτελούντων την Διοίκηση των Σωματείων, τα οποία συγκροτούν αυτές… Οι αναγνωρισμένες ενώσεις έχουν τα αυτά δικαιώματα και τις αυτές υποχρεώσεις, με τα απλά σωματεία κατά τις διατάξεις του νόμου τούτου». Κατά συνέπεια μέλη σωματείων μπορεί να είναι και νομικά πρόσωπα ιδίως άλλα σωματεία. Η ρύθμιση αυτή ήταν σύμφωνη με τις κοινωνικές ανάγκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται οι ομοσπονδιακές οργανώσεις των γεωργικών συνεταιρισμών, των βιομηχανικών, εμπορικών, αθλητικών συλλόγων, των εργατικών σωματείων κλπ, ασφαλώς δε και των κυνηγετικών οργανώσεων, όπως οι τελευταίες οργανώθηκαν με το άρθρο 266 του ΝΔ 86/1969. Εξ άλλου οι εν λόγω ενώσεις σωματείων υπόκεινται στους ίδιους όρους σύστασης και στις αυτές προυποθέσεις εγκυρότητας όπως και τα απλά σωματεία.
Από την ανωτέρω διατύπωση του άρθρου 43 του Ν. 281/1914 αλλά και από τη λοιπή, συντρέχουσα εν προκειμένω, σχετική ρύθμιση περί σωματείων του Α.Κ. προκύπτει σαφώς ότι η προαναφερόμενη ένωση ή σύνδεσμος δύο ή περισσοτέρων σωματείων προυποθέτει την οικονομική και διοικητική αυτονομία τους η οποία είναι θεμελιώδη αρχή. Αυτό σημαίνει ότι κάθε σωματείο (μέλος) της ενώσεως ή του συνδέσμου διέπεται από το δικό του καταστατικό, έχει δική του διοίκηση, δικό του ταμείο, δική του ξεχωριστή δράση κλπ, ενώνεται δε σε νέα ένωση (ομοσπονδία, συνομοσπονδία) για την επιδίωξη κοινών σκοπών με κοινά μέσα. Οπωσδήποτε μεταξύ των μελών του υποκειμένου σωματείου – μέλους και του υπερκειμένου σωματείου δημιουργούνται ορισμένες έννομες σχέσεις αλλά σε καμία περίπτωση τα μέλη του υποκειμένου σωματείου δεν καθίστανται μέλη του υπερκείμενου σωματείου, ούτε δημιουργούνται με τις πράξεις ή παραλείψεις τους ευθύνη του τελευταίου τούτου σωματείου, εξακολουθούν να είναι μέλη μόνο του δικού τους σωματείου και να υπόκεινται στη διοικητική δικαιοδοσία του, μπορούν να παραιτηθούν κατ’ άρθρον 87 ΑΚ, ν’ αποβληθούν κατ’ άρθρο 88 ΑΚ ή και να τιμωρηθούν μόνο από το σωματείο τους κατά τις περιπτώσεις, τη διαδικασία και τις ποινές που προβλέπει λεπτομερώς το καταστατικό του.
Ανίσχυρα τα καταστατικά που προβλέπουν πειθαρχική εξουσία
Με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί συμπεραίνουμε ότι τα μέλη του υποκειμένου σωματείου – μέλους δεν μπορούν να υπαχθούν στην πειθαρχική εξουσία του υπερκείμενου σωματείου, η τυχόν δε αντίθετη διάταξη του καταστατικού των ενουμένων σε ένωση, σύνδεσμο, ομοσπονδία ή συνομοσπονδία, σωματείων είναι ανίσχυρη, ως αντιβαίνουσα στο όλο σύστημα του Αστικού Κώδικα και ιδίως στο ανωτέρω άρθρο 43 του Ν. 281/1914, επειδή καταλύει σπουδαία οργανωτική και διοικητική λειτουργία που καθιερώνεται ως αρχή ολόκληρου του σωματειακού συστήματος, όπως είναι η πειθαρχική εξουσία με δήλωση προσώπου ξένου προς το πρόσωπο επί του οποίου πρόκειται ν΄ ασκείται αυτή.
Τα ανωτέρω δεν τροποποιούνται καθόλου στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει τυχόν συναίνεση του υποκειμένου σωματείου, για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας από υπερκείμενο σωματείο, αφού με μια τέτοια συναίνεση τα υποκείμενα διάμεσα ή κατώτερα σωματεία χάνουν ένα σημαντικότατο στοιχείο της προσωπικής και ατομικής ελευθερίας τους, η οποία ασφαλώς δεσμεύεται υπέρμετρα. Η δέσμευση αυτή αντίκειται στα χρηστά ήθη και γι’ αυτό συνεπάγεται ακυρότητα της δικαιοπρακτικής βουλήσεως περί συναινέσεως κατ’ άρθρο 179 ΑΚ.
Υποχρεωτικά ανεξάρτητοι οι κυνηγετικοί σύλλογοι:
Ως βασικός κανόνας ισχύει ότι στην πειθαρχική εξουσία του σωματείου κατ΄ αρχήν υπόκεινται μόνο τα μέλη του. Σε τρίτα πρόσωπα εκτός των μελών του δεν νοείται ούτε δύναται κατ’ αρχήν, να επεκταθεί η πειθαρχική εξουσία του σωματείου. Κατ’ ακολουθίαν ούτε επιβολή προστίμου ούτε αποβολή από το σωματείο τρίτου προσώπου είναι παραδεκτή. Τέτοια εξουσία δεν δύναται να προσδοθεί με διάταξη του καταστατικού, σχετική δε ρήτρα μέσα σ’ αυτό δεν έχει ισχύ και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή σε τρίτο πρόσωπο από οποιοδήποτε όργανο στερείται κύρους και δεν απαιτείται να προσβληθεί για ακύρωση ενώπιον του Δικαστηρίου η σχετική απόφαση του σωματειακού οργάνου. Η απόφαση αυτή είναι απολύτως άκυρη και δεν παράγει αποτελέσματα, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 180 Α.Κ. Αναλογικά τέτοιο δικαίωμα δεν έχει ούτε η Γενική Συνέλευση άλλου σωματείου ούτε το Δ.Σ. της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας.
Επίσης κρίθηκε ότι ανεξαρτήτως του αν θα ήταν σύμφωνη με το άρθρο 12 του Συντάγματος (ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι) η αναγωγή σε καταστατικό σκοπό Κυνηγετικής Ομοσπονδίας της παρακολούθησης της ευταξίας και της σύννομης οικονομικής διαχείρισης πρωτοβάθμιας οργάνωσης που είναι μέλος της, πάντως η Ομοσπονδία δεν έχει έννομο συμφέρον γιατί δεν έχει τέτοιο καταστατικό σκοπό κι αν υπήρχε τέτοιος σκοπός αυτός δεν θα ήταν σύννομος, αφού δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στην περίπτωση που η Κυνηγετική Ομοσπονδία και η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας υπερασπίζεται σε δίκη διοικητική πράξη βλαπτική σε Κυνηγετικό Σύλλογο, δηλαδή άλλου σωματείου.
Τέλος τέτοιες επεμβάσεις αντίκεινται και στο άρθρο 12 του Συντάγματος με την έννοια ότι περιορίζεται η ελευθερία του διοικείν σωματείο (βλ. Συμβούλιο της Επικρατείας 75/1965 ΝοΒ 13 σελ. 912) αλλά και ο έλεγχος και η εποπτεία σε σωματεία γίνεται μόνο από Αρχές και οι Αρχές κατά το Σύνταγμα είναι μόνο Δημόσιες και όχι σωματεία, όπως είναι οι κυνηγετικές οργανώσεις του άρθρου 266 ΝΔ 86/1969.
Συμπεράσματα:
-- Κάθε σωματείο και σύλλογος είναι διοικητικά ανεξάρτητος.
-- Ακόμη και αν ένα καταστατικό προβλέπει ότι ένα σωματείο υπάγεται σε κάποιο ανώτερο, αυτό δεν καταργεί την αυτοτέλεια του.
-- Η εποπτεία σωματείων και συλλόγων μπορεί να γίνει μόνο από τις Δημόσιες Αρχές και όχι από άλλους συλλόγους, ομοσπονδίες, σωματεία κλπ.
-- Ουσιαστικά ενώ δεν απαγορεύεται η συνεργασία μεταξύ Κυνηγετικών Συλλόγων, Κυνηγετικών Ομοσπονδιών και Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας, οι τελευταίες δεν έχουν δικαίωμα να ελέγχουν πειθαρχικά και να εποπτεύουν τους πρώτους.
===========================================================
Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό "Κυνήγι" του Ελεύθερου Τύπου την Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010. Ανιχνεύτηκε στο blog "Κυνηγώντας σε Αρκαδία και Ελλάδα" μιας και αυτήν την Τετάρτη, ο Ελεύθερος Τύπος δεν έφτασε στο νησί μας!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου