ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

ΕΓΩ, Ο ΒΟΥΤΗΧΤΗΣ! ΤΥΠΟΣ ΨΑΡΕΜΑ 12 / 5 / 10


Με τον Αντώνη μας συνδέουν πολλά πράγματα. Από την δεύτερη δεκάδα της ηλικίας μας αλληλοπαιδευόμαστε, αλλά εμμένουμε να δενόμαστε κάθε τόσο και πιο πολύ. Με πάντρεψε, του βάφτισα και γενικώς, τα λάδια και τα ξύδια πάνε κι έρχονται! Αύγουστος μήνας του ’94 πρέπει να ήταν. Στο στενό ορμίσκο του Σουσουνιού πλάι στο λιμάνι του Φοίνικα παρέα με τα έτερα μας ήμισυ, απολαμβάναμε το μπάνιο μας σε μια λιλιπούτεια παραλία που την σκέπαζαν από την μια άκρη ως την άλλη, δυο αλμυρίκια όλα κι όλα! Εκτός των τάπερ με τα μεζεδάκια, που ήταν επιμέλεια των γυναικών, από τον εξοπλισμό μας δεν έλλειπαν τα ψαροτούφεκα, οι μάσκες, τα πέδιλα, οι αναπνευστήρες, τα καλάρια, οι ψαροβελόνες και όλα αυτά που κάνουν τις γυναίκες να γκρινιάζουν όταν χρειαστεί να τα σηκώσουν, ενίοτε συχνά πυκνά!
«Άντε, πάμε μια βόλτα;» μου είπε. Εγώ σηκώθηκα με μιας και άρχισα να αρματώνομαι με τα καινούρια μου καλούδια. Το μέρος δεν ήταν κανένας φημισμένος ψαρότοπος, ποιος λογαριάζει τα ψάρια όμως; Τα χρώματα, η ηρεμία και η ανταμοιβή της κατάκτησης του άγνωστου, του απέραντου γαλάζιου σε κάνουν ψυχικά να αισθάνεσαι τρισευτυχισμένος. Η κόπωση στο τέλος του ταξιδιού στο υδάτινο διάστημα είναι τόσο γλυκιά, που ένας και μόνο σαργός στα μάτια σου, φτάνει και περισσεύει για να ταΐσει έναν ολόκληρο λόχο. Ξεκίνησα την πορεία που είχα χαράξει από την ξηρά ατενίζοντας την θάλασσα και δεν άργησα να βρεθώ πάνω από μια συστάδα φυκιών. Η ποσειδωνία απλώνονταν καμία εκατοστή τετραγωνικά μέτρα κι εγώ ερευνούσα, με την μικρού όγκου μάσκα μου, τα σύνορα της για καμιά χειλούτσα κριμένη. Το βλέμμα μου το τράβηξε μια μορφή στο τέλος του ύψους των φυκιών. Ένα αλλόκοτο σχήμα που άλλαζε χρώματα και που είχε σηκωμένα δυο πράγματα στο κεφάλι του σαν κέρατα. Όλες αυτές οι ταινίες με τα μεγάλα θηλαστικά που κατά καιρούς προβάλλονται στην μικρή και μεγάλη οθόνη να καταβροχθίζουν αθώους λουόμενους και ο βαθμός απειρίας μου, που τότε ήταν πολύ ψηλός, με έκαναν να μην ξέρω τι βλέπω. «Ρε τι είναι αυτό» μονολόγησα. Τα μεγάλα πέδιλα, μου εξασφάλιζαν ακαριαία αντίδραση και δύναμη κινήσεων. Εκμεταλλευόμενος λοιπόν πλήρως το μέγεθος τους, έκανα πίσω ολοταχώς προτείνοντας την δελφινιέρα μου στο πλάσμα της αβύσσου που είχε βγει στα ρηχά για να με φάει. Βγάζοντας συχνά πυκνά το κεφάλι έξω έψαχνα να βρω τον Αντώνη. Εκείνος με γυρισμένη την πλάτη, έψαχνε να γεμίσει το δικό του πιάτο, χωρίς να δίνει σημασία για το που είμαι εγώ. Δεν είχα άλλη επιλογή, άρχισα την όπισθεν και μια και δυο, προφασιζόμενος μια κράμπα που μου ταλαιπωρούσε την γάμπα, βγήκα έξω από το νερό σώος και αβλαβής. Μέχρι και τον σταυρό μου έκανα στα κρυφά που την είχα γλυτώσει. Άπραγος μετά από ώρα εμφανίστηκε κι ο άλλος, που με βρήκε να τσακίζω κάτι κεφτέδες απολαμβάνοντας την ασφάλεια της ξηράς. Μπάνιο; Ποιος εγώ; «Ρε δεν μπορώ σας λέω, με πιάνει κράμπα!» Ξανάμπαινα εγώ μέσα; Τον μπελά σου θέλεις; Η ώρα πέρασε κι αυτό το «πράμα» δεν έφευγε από το μυαλό μου. Όταν τόλμησα να φέρω την κουβέντα γύρω από τους υποβρύχιους κατοίκους τις περιοχής, λέγοντας ότι είδα κάτι που έμοιαζε «έτσι κι έτσι» αλλά δεν ήξερα τι είναι και δεν το πείραξα, η ανοιχτή παλάμη του Αντώνη απλώθηκε στο πρόσωπο μου που είχε γίνει κόκκινο από ντροπή, μας άκουγαν γυναίκες! «Τι; Σουπιά;» Μόνο η μάσκα και το όπλο, μου έφταναν για να κατατροπώσω το θηρίο της θάλασσας και να το στείλω να βρει τον δημιουργό του. «Θα σε περιμένει Κουστό» φώναξε μέσα από γέλια ο Αντώνης καθώς εγώ, τσαλαβουτούσα ατρόμητος στον αφρό. Ο τολμών νικά λέει η ρήση κι εγώ τόλμησα και νίκησα! Σε άλλο σημείο της ποσειδωνίας, έχοντας το ίδιο καμουφλάζ περίμενε τον δήμιο της η σουπιά που έφτανε το 1 κιλό! Μια καίρια βολή στο κεφάλι με έκανε κάτοχο του τροπαίου. Στην επιστροφή κατάφερα έναν λίχνο και ένα μπαρμπούνι που χάιδευε την άμμο με τα μουστάκια του. Σαν τον Ποσειδώνα ξεπρόβαλα μέσα από την θάλασσα, κρατώντας τους μεζέδες βουλώνοντας τα στόματα αυτών που είχαν τολμήσει να με αμφισβητήσουν. «Έλα γυναίκα, έφερα να φάμε, εγώ, ο βουτηχτής!»