ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Πέρδικα η πολυτραγουδησμένη.

Γλωσσικά
Το πανέμορφο τούτο πτηνό έχει ένα αρκετά «δύσοσμο» όνομα. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη, η λέξη πέρδικα παράγεται από το το ρ. πέρδομαι (: πορδίζω, βδέω > βδελυρός), λόγω του θορύβου που προκαλούν τα φτερά της. Η ερμηνεία της λέξης μπορεί να είναι “η κλανιάρα” ο λαός μας, όμως, εδώ και χιλιάδες χρόνια, την αναφέρει στο λόγο του, είτε επειδή θέλει να αναφερθεί στην όμορφη γυναίκα : «καλώς την να την πέρδικα, που περπατάει λεβέντικα» ή την «περδικόστηθη», είτε επειδή αναφέρεται στην καλή υγεία: «σε δυο μέρες θα είσαι περδίκι», είτε αναφέρεται στο θάρρος του ανθρώπου: «το λέει η περδικούλα του».
Από τα Ελληνικά προέρχεται και η επιστημονική της ονομασία “alectoris graeca”, ενώ στις περισσότερες γλώσσες φέρει τον προσδιορισμό “graeca” (: η ελληνική). Στα Ιταλικά ονομάζεται: cutornice, στα Αγγλικά:  rock patridge, στα Γαλλικά: perdix bertavella, στα Γερμανικά: alpensteinhuhn, στα Ισπανικά: perdiz grieca, στα Ολλανδικά: europese steenpatrijz. Στα Ελληνικα, η αλεκτορίς, η ελληνική, αποκαλείται και ορεινή πέρδικα ή πέρδικα του βουνού ή μπαρταβέλλα, ή βουνίσια ή πετροπέρδικα. Οι Έλληνες  είχαν, πάντα,  μία ιδιαίτερη σχέση με το πτηνό, γι αυτό έδιναν το όνομα «Πέρδικα» στα χωριά τους (Αίγινα, Άρτα, Ιωάννινα, Θεσπρωτία). Απαντάται, ακόμα, ως όνομα χωριού το «Περδικόβρυση» (στην Αρκαδία,  στη Φθιώτιδα, στη Μεσσηνία, στην Αιτωλοακαρνανία), αλλά και «Περδικόρραχη» (στην Άρτα), καθώς και «Περδικορράχη» (στα Τρίκαλα)
Αναφορές στα αρχαία κείμενα
Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Ο Θεός τότε οργίστηκε και την μεταμόρφωσε σε πουλί.
Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου (Κoch II, 550) « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα  ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνεις, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς».
Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος  Απίκιος (di re coquinaria, VI)
O Aριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία  του πτηνού (Αθην., 388b). Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως πέρδικες τους δειλους και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: « Ένας κυνηγός που του πήγε αργά ένας επισκέπτης του, δεν είχε τι να τον φιλέψει και άρπαξε την ήμερη (τιθασσόν) πέρδικα του για να τη σφάξει. Το πουλί τον κατηγόρησε για αχαριστία, γιατί, ενώ είχε πολλές ωφέλειες απ αυτό, και του πρόδιδε τους ομοφύλους του καλώντας τους, αυτός ήθελε να το σφάξει. Και αυτός του λέει: «Μα γι αυτό θα σε σφάξω, γιατί δε λυπάσαι τους ομοφύλους σου» (Αισώπου Μύθοι, Τ. Βουρνά, εκδ. Τολίδη)

Αναφορές στην δημοτική και στη λόγια ποίηση
Ο Έλληνας, χιλιάδες χρόνια τώρα, έκανε επίκληση στην πέρδικα  σε κάθε εκδήλωση της ζωής του. Η μίζερη παιδεία μας, όμως, μας κάνει να αναφερόμαστε σ΄αυτήν χωρίς ποτέ να την έχουμε δει ούτε σε φωτογραφία. Το πρώτο άκουσμα των Ελλήνων με την πέρδικα αρχίζει από τα βρεφικά νανουρίσματα:
«Κοιμάται ο ήλιος στα βουνά κι η πέρδικα στα χιόνια
και μένα η κορούλα μου στα καθαρά σεντόνια».
Στη συνέχεια, η πέρδικα  συντρόφευε του Έλληνες στη χαρά και τη λύπη. Στη Μάνη, για παράδειγμα, τραγουδάνε:
« Τώρα την αυγή, τώρα η αυγή χαράζει,
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε».
Στην Κύπρο συντρόφευε τους ανθρώπους στη χαρά του γάμου και συμμετείχε στo γέλιο και το γλέντι τους
«Που κάτω στην τριανταφυλιάν
μια πέρτικά ΄χτισεν φουλιάν.
Μπαίννει τζαι βκαίννει τζαι γεννά
πασαλλοϊτικα αβκά».
Στη Θεσσαλία συμμετείχε στο παιχνίδι και τη χαρά του έρωτα :
«Κίνησα μια μέρα Τρίτη
πήγα στου παπά το σπίτι
βρήκα πέρδικα ψημένη
και την παπαδιά αλλαγμένη
Πιάνω βρέχω μία μπουκιά
και φιλώ την παπαδιά».
Στη Ρούμελη μεταμορφώνεται σε Διδαχό και  δίνει κουράγιο στους ανθρώπους
«Μοιάσε της πετροπέρδικας,
της αηδονολαλούσας,
που κάνει δεκαχτώ πουλιά,
κανένα δεν αρνιέται.
Κι αν πέσει και πάρει ο αετός,
ένα από τα πουλιά της,
κάνει καιρό να πιεί νερό,
θολώνει και το πίνει» .
Το ίδιο και στην Κρήτη, στον Κρητικό, του Παντελή Πρεβελάκη
«Να ακούσω γερακιού φωνή και Φάλκο να λαλήσει
Να ακούσω και την πέρδικα να πετροκακαρήσει».
Το πιο συγκινητικό ποίημα, πάντως, για την πέρδικα που έχω διαβάσει είναι ένα μακροσκελές ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα (1854), όπου μία πέρδικα θρηνεί το χαμό του περδικόπουλου
«Βόσκουν οι άλλες πέρδικες και λούζονται στο αυλάκι(…)
(…) Και ακούσθη ένα φτερούγισμα μια ταραχή μια αντάρα
Οπώχει το μονάκριβο έχει πικρή την τύχη
Σκούζει, χτυπιέται η πέρδικα με τρόμο με λαχτάρα
Και το ακριβό της σπαρταρά στου γερακιού το νύχι….
ορνιθολογικα
Επιστ. ονομασία : Alectoris graeca (αλεκτορίς, η ελληνική),
Τάξη: Galliformes (Ορνιθόμορφα), οικογένεια: Phasianidae (Φασιανιδών)
Έχει μήκος 30 – 35 εκ και βάρος 600- 900γρ. Είναι ενδημικό είδος (δεν αποδημεί) και είναι εδαφόβιο (σπάνια πετά, ενώ τρέχει πολύ γρήγορα). Το χαρακτηρίζει η κοινωνικότητα και γι αυτό ζει κατά ομάδες των 10 – 15 ατόμων, ενώ τον χειμώνα απαντώνται και ομάδες των 40 ατόμων. Είναι είδος μονογαμικό. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζεύγη. Το θηλυκό φωλιάζει στο έδαφος κάτω από θάμνους ή σε κοιλότητες του εδάφους στρώνοντας ξερά φύλλα χόρτα και λίγα πούπουλα. Το Μάρτιο με Απρίλιο γεννά 10-15 αυγά και τα επωάζει 20-21 μέρες. Οι νεοσσοί βαδίζουν αμέσως και τους φροντίζουν και οι δύο γονείς. Τρέφεται κυρίως με φυτική τροφή και ελάχιστα με ζωική. Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα, αλλά γίνεται έτσι  και πρόσληψη ασβεστίου.

ΠΗΓΗ: www.24grammata.com