ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Όμιλος Κυνόφιλων Σύρου.


Αντρέας Κόνταρης, απλά, όπως λέμε κυνήγι!

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.gr

Ορόσημο, σφραγίδα, συνώνυμο, λάβαρο, αυτά και πολλά άλλα προσωνύμια που δεν μου έρχονται τώρα στο μυαλό μπορεί να αποδώσουμε σε κάποιους, ξεχωριστούς συνάδελφους ότι ήταν για το συριανό κυνήγι. Φυσικά κάθε τόπος, ευτυχώς, έχει να επιδείξει τέτοιους μοναδικούς ανθρώπους. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να είναι η αιτία που το κυνήγι μπόρεσε να μακροημερεύσει μέχρι σήμερα. Αυτοί να το έκαναν μεγάλο και πλατύ, ώστε να πάψει να χωράει μόνο όσους είχαν χρήματα και να περιληφθούν στις τάξεις του άτομα από τα κατωτέρα κοινωνικά στρώματα. Είναι αυτοί που δίδαξαν και διδάσκουν ακόμα κυνηγετική παιδεία και το νόημα της φράσης «αρωγός του συλλόγου μου.»

Όπως ο Καραϊσκάκης, ο Τζαβέλας, ο Αθ. Διάκος και πόσοι άλλοι είναι συνώνυμοι της Ελληνικής επανάστασης του 1821, έτσι κι αυτών των λίγων τα ονόματα σημαίνουν, πολύ απλά, κυνήγι!

Για έναν τέτοιο άνθρωπο θέλω να γράψω τώρα. Για έναν από τους θρύλους του συριανού κυνηγίου που, δυστυχώς, δεν ήμουν τυχερός να γνωρίσω, αλλά θέλω διακαώς να μείνουν αυτές οι γραμμές στον χρόνο για εκείνον, για μας, για τα παιδιά μας. Μια απλή αναφορά στο όνομα του, που θα μαρτυρά και θα αποδεικνύει ότι δεν μπόρεσε ο χρόνος να τον ξεθωριάσει από το μυαλό και την καρδιά όλων όσων κράτησαν έστω και μια φορά τουφέκι στα χέρια τους στην Σύρα.

Ο Αντρέας Κόνταρης είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στις κυνηγετικές σελίδες του νησιού μας. Τώρα θα με ρωτήσεις γιατί. Γιατί ήξερε πού, πότε, πόσα και πώς θα κυνηγήσει. Γιατί για να κυνηγήσει περπατούσε ώρες ολόκληρες να φτάσει στον τόπο. Γιατί «άνοιξε» τα μάτια σε αρκετούς πιτσιρικάδες τότε, σημερινούς κυνηγάρηδες του νησιού. Γιατί δεν κόμπασε ποτέ του για τα θηράματα που έβαζε στον ντορβά του με τρόπο που να προσβάλει τόσο εκείνα, όσο και τον ίδιο. Γιατί ήταν πάντα προσεκτικός και πάντα μετρημένος. Γιατί είχε πάθος, ήθος και μεράκι για το κυνήγι. Γιατί, κατά περίεργο τρόπο, όσοι ακούν το όνομα του σκέφτονται αμέσως το κυνήγι, γι’ αυτό!

Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να σηκώνει στους ώμους του ότι να ‘ναι και να εμπιστευτεί την φέρμα στις πέρδικες και τις μπεκάτσες, που τόσο αγαπούσε, σε ότι σκυλί να ‘ναι. Ένα Ισπανικό πλαγιόκαννο με ταρταρούγα στις μπάσκουλες, αστραποβρόνταγε στις επιτήδειες επωμίσεις κι ένα θρυλικό συριανό μπρακ συντρόφευε τις εξορμήσεις του, η Αυγή.

«Η Αυγή μου, αυτή θέλω να πάω να συναντήσω όταν θα κλείσω τα μάτια μου, κανέναν άλλον. Να την βρω και να κυνηγάμε αιώνια παρέα. Το καλύτερο σκυλί της Σύρας! 14 χρονών με άφησε, 14 γέννες είχε κάνει η καημένη. Είχα ζήσει την οικογένεια μου από αυτή, τόσο με τα θηράματα, όσο και με τα κουτάβια που πουλούσα στο λιμάνι την ώρα που το βαπόρι έφτανε στο νησί. Κάτι κουτάβια κανελιά, ζωγραφιά σκέτη. Τους είχα μάθει απόρτ με ένα κομπολογάκι που είχα. Έβγαζα ένα ένα, του πετούσα το κομπολόι κι αυτό το έφερνε. Ο κόσμος τα έκανε χάζι που τρέχανε, στρουμπουλά με τις ζάρες στις μουρίτσες, τα κρεμαστά αφτιά τους και πέφτανε πάνω τους μαγεμένοι.

Το πρώτο μου κυνήγι ήταν για την επιβίωση μου! Μάλιστα, πήγα κυνήγι για γάτες! Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ήταν κατοχή, η πείνα θέριζε κι εγώ, μικρός τότε, γυρνούσα δεξιά κι αριστερά να βρω κάτι φαγώσιμο να πάω σπίτι μας. Εκεί στα Βρισαράκια ήταν ένας Ιταλικός φούρνος, ή μαγειρείο κάτι τέτοιο. Ο μάγειρας ήταν ένας χοντρός ψηλός, γεροδεμένος τύπος, ο οποίος μου πρότεινε να του πάω μια γάτα –εκλεκτός μεζές γι’ αυτούς τότε- και σαν αντάλλαγμα θα μου έδινε τρόφιμα για το σπίτι. Συμφώνησα κι αυτός μου έδωσε για δόλωμα μια κονσέρβα σαρδέλες. Τις γάτες θα κοιτούσα, ή να βάλουμε εμείς κάτι στο στόμα μας; Φάγαμε τις σαρδέλες και πήρα το κουτί μόνο με το λάδι για μυρωδιά. Έφτασα μέχρι το Πισκοπειό να ψάχνω για καμιά γάτα. Ο Κρίνος, ο πατέρας του γιατρού, είχε μια Αγκύρας φουντωτή, σαν τίγρης ήταν. Έβαλα μια μαυρόπλακα μεγάλη για παγίδα, την οποία στήριξα με ένα μικρό ξύλο. Από την κούραση και την αδυναμία με πήρε ο ύπνος στο καρτέρι και με ξύπνησε ο θόρυβος που έκανε το άδειο κουτί πλέον που έγλυφε η γάτα. Τράβηξα τον σπάγκο, έπεσε η πλάκα κι απ’ την μανία μου μην χάσω την ανταμοιβή, ανέβηκα πάνω της και πηδούσα για να ψοφήσει το γατί. Αυτή ίσως να ήταν η τελευταία γάτα στο νησί, όλες τις είχαν ξεπαστρέψει οι αθεόφοβοι. Η χαρά του Ιταλού ήταν μεγάλη και μια μαξιλαροθήκη γέμισε με γαλέτες, κονσέρβες, αλεύρι κι άλλα καλούδια για το σπίτι. Το πρώτο μου κυνήγι, για φαντάσου!»

Θυμάται ο αείμνηστος κυρ Αντρέας μιλώντας με τον Γιώργο τον Ροδίτη. Ένας από αυτούς που στάθηκαν τυχεροί κι άκουσαν από το στόμα του πολλές μαγευτικές αφηγήσεις.

«Ήταν καλός κυνηγός και καλός άνθρωπος, σοβαρός, κύριος. Κάθε μέρα γύρω στις 3 το μεσημέρι ερχόντανε στο καφενείο και άραζε κανένα 3ωρο να πιει καφέ, να πούμε για το κυνήγι και να μας χαιρετίσει. Ήταν ποδάρι γερό, ίσως από τα λίγα -αν όχι το μοναδικό- που περπατούσε τόσα χιλιόμετρα για να κυνηγήσει. Έφευγε από την Ερμούπολη, πήγαινε στα Τρία Λαγγόνια κι επέστρεφε από την Απάνω Μεριά. Πολλά χιλιόμετρα όχι αστεία. Σήμερα βαριέται κανείς να τα κάνει ακόμα και με αυτοκίνητο. Είχε και καλά σκυλιά, αυτά τα συριανά. Τα εκπαίδευε και τα πουλούσε, σαΐτες σκέτες. Παθιασμένος με την πέρδικα και την μπεκάτσα, είχαμε κάνει πολλά ταξίδια με τα καΐκια μαζί. Παρέα του ήταν ο Νικόλας ο Μπούμπας, ο Κωσταντής ο Κοντορουχάς, ο Χατζαντώνης ο Νίκος, ο Κλοζής ο Κυριάκος και πόσοι άλλοι σοβαροί άνθρωποι και καλά τουφέκια.»

Χαμογελάει με νοσταλγία καθώς τα λέει ο Νικολής ο Ζαράνης.

«Έχω παράπονα βρε Γιώργη, κανένα μου αγόρι δεν πήρε την καψούρα μου για το κυνήγι. Μονάχα ο Χρήστος μου κάτι πήγε να κάνει στην αρχή, μετά αγάπησε την μπάλα και τέλος. Χαμένα θα πάνε όλα, τουφέκια, φυσέκια, ρούχα, παπούτσια, όνειρα, όλα! Αυτό, και μερικοί που ήρθαν να τους δείξω μπεκατσοτόπια όπως του Βόλακα ας πούμε. Όσο ο Αντρέας είχε πόστα να δείχνει και μεταπετάγματα, μην στάξει και μην βρέξει. Μόλις τα μάθανε όλα, μην τον είδατε και μην τον απαντήσατε. Ούτε γεια στο δρόμο που λέει ο λόγος. Δεν πειράζει, ο καθένας δείχνει αυτό που είναι αργά, ή γρήγορα.»

Το σαράκι του κυρ Αντρέα για το κυνήγι δεν σταμάτησε ποτέ να τον τρώει. Ακόμα και στα γεράματά του, τότε που οι χειμώνες που χιόνισαν το μουστάκι του βάλθηκαν να θολώσουν το μυαλό του, ακόμα και τότε, το κυνήγι και η Αυγή του ήταν αυτά που ξάνοιγαν λίγο τα σύννεφα που σκέπαζαν την σκέψη του.


«Μετά το βουνό στα περάσματα των τρυγονιών, είχε δεύτερο καρτέρι στο καφενείο. Μαζευόμαστε, πίναμε καφέ και λέγαμε τα νέα της ημέρας και ιστορίες από τα παλιά με έντονα περάσματα και γλυκανάλατες τουφεκιές του καθενός. Εκείνος άκουγε και δεν μιλούσε, τότε ήταν ότι είχε αρχίσει να μην πηγαίνει για κυνήγι. Μια μέρα, αφού πλάνταξε η ψυχή του από την μπαρουτίλα -μπαμ ο ένας από εδώ, μπουμ ο άλλος από την άλλη- έσκυψε και με χαμηλό, συνωμοτικό τόνο μου είπε: Πήγα σήμερα σε ένα πόστο και έβγαλα δυο πουλιά με την Αυγή μου, αλλά δεν θέλω να τα λέω γιατί πάνε μετά και μου κάνουν τους καλούς. Ο Σεπτέμβρης ήταν στις αρχές του κι εκείνος μου μιλούσε για μπεκάτσες και για το σκυλί του που είχε χάσει χρόνια πριν! Τότε κατάλαβα ότι ο κυρ Αντρέας είχε παραμεγαλώσει πια. Το σκουλήκι όμως τον έτρωγε ακόμα.»

Έκανα λάθος στην αρχή και να με συγχωρήσεις, ανέφερα ότι κάποιοι λιγοστοί, είναι μεγάλα κεφάλαια της κυνηγετικής ιστορίας του νησιού μου. Ένα βιβλίο ολόκληρο ο καθένας τους είναι κι εμείς δυστυχισμένοι που δεν τους έχουμε κοντά μας, να μας φωτίζουν τα κυνηγετικά μας μονοπάτια με την λαμπρή τους παρουσία.

Καλά κυνήγια εκεί πάνω κυρ Αντρέα, χαιρετίσματα στην Αυγή και σε όλη την κυνηγοπαρέα σου.


Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ  στις 17/07/2014.