ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Η λίστα μεγαλώνει...δυστυχώς!

Κυνηγός σκότωσε συγχωριανό του που τον πέρασε για αγριογούρουνο!

 Τον πυροβόλησε 34χρονος συγχωριανός του, που είχε πάει για κυνήγι αγριογούρουνου μαζί με άλλα τρία άτομα.  

Από την αρχή η ιστορία που είχε πει στους αστυνομικούς ο 34χρονος που τον βρήκε παρουσίαζε κάποια κενά. Δεν μπορούσε να δώσει σαφείς απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και τελικά ομολόγησε ότι αυτός ήταν που πυροβόλησε τον συγχωριανό στο καρτέρι που είχαν στήσει για το αγριογούρουνο.

 Πως έγινε: 

Σύμφωνα με το LamiaReport, o άτυχος 51χρονος συνήθιζε να περπατάει τα απογεύματα έξω από το χωριό. Είχε ακολουθήσει το γνωστό μονοπάτι που πάει προς το μοναστήρι. Κρατούσε μάλιστα στα χέρια και ένα μικρο πριόνι για να καθαρίζει το μονοπάτι από τα χόρτα και τα κλαδιά. Οταν επέστρεφε είχε σουρουπώσει για τα καλά. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό στη θέση «αεροπορία», πιο πάνω από τη δεξαμενή μια 4μελής ομάδα κυνηγών από το χωριό είχαν στήσει καρτέρι για αγριογούρουνο. Οταν ο ένας από αυτούς αντιλήφθηκε κάτι να κινείται μέσα στη δασώδη περιοχή, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν ο 51χρονος συγχωριανός του και πυροβόλησε. 

Το οκτάβολο βρήκε τον άτυχο περιπατητή στη κοιλιακή χώρα. Ο ιατροδικαστής είπε ότι ο θάνατος ήταν σχεδόν ακαριαίος. Οι κυνηγοί αρχικά έπαθαν σοκ. Τελικά αποφάσισαν οι τρεις να φύγουν και να κρύψουν τα όπλα. Ο 34χρονος ανέλαβε να μεταφέρει το θύμα στο κέντρο υγείας. Το ήξερε ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Είπε ότι τον βρήκε τραυματισμένο στο δρόμο και ειδοποίησε και τους άλλους για να τον κατεβάσουν. Όταν όμως οι αστυνομικοί της ασφάλειας άρχισαν τις ερωτήσεις έπεσε σε αντιφάσεις και τελικά ομολόγησε ότι ήταν η κακιά στιγμή στο καρτέρι για το αγριογούρουνο. 

Οι κάτοικοι στην Κυρτώνη είναι σοκαρισμένοι. Από την πρώτη στιγμή έλεγαν ότι ο 51χρονος είναι τόσο φιλήσυχος και αγαπητός, που δεν είχε ποτέ διαφορές με κανένα. Το σενάριο του ατυχήματος έπαιζε από την πρώτη στιγμή , αλλά κάνεις δεν ήθελε να το πιστέψει ότι πήγε τόσο άδικα και ότι τον πυροβόλησαν οι συγχωριανοί του άθελά τους.

 ΠΗΓΗ: http://www.protothema.gr/

Ο σύλλογος της Σύρας γιόρτασε τον προστάτη του κυνηγίου.


Ωπως κάθε χρόνο έτσι και εφέτος ετελέσθη απο το σύλλογο μας με κάθε μεγαλοπρέπεια η Θεία λειτουργία του Αγίου Ευσταθίου προστάτη των κυνηγών στο ιερό παρεκλήσσιο της Παναγίας των κυνηγών που με πολύ κόπο και μεράκι επισκεύασε ο σύλλογος μας, παρουσία πλήθους πιστών.
 
 
 

 Ακολούθησε κέρασμα με μεζεδάκια τα οποία έφτιαξαν μέλη του συλλόγου μας τα οποία και ευχαριστούμε πολύ.

Τα δάκρυα ενός βετεράνου.



Του Νίκου Βασάλου hhtp://kaliakouda.blogspot.com

Συνδέομαι με τους ανθρώπους που συμπαθώ και όχι μόνο! Δένομαι και τους τακτοποιώ, μέσα μου, τον καθένα στο δικό του ράφι. Σε δικό του, μοναδικό μέρος το οποίο επισκέπτομαι με κάθε ερέθισμα που θα μου τον φέρει στο μυαλό. Μια γεύση, μια μυρωδιά, έναν ήχο, μια κουβέντα, μια απλή, μικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητας μου.
Επιλεγώ περιστατικά, ένα για τον καθένα, με τα οποία τους συνδέω. Είναι μια τεχνική η οποία μου προσφέρει ευχαρίστηση κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη κάθε φορά που τους θυμάμαι.

Ένας από αυτούς που καταλαμβάνουν ένα από τα ράφια του μυαλού μου, είναι κι εκείνος που συναντώ κάθε πρωί, χρόνια τώρα, στον τόπο που έχω χαρεί, έχω στεναχωρεθεί, έχω θαυμάσει, έχω μουσκέψει στον ιδρώτα  τα καυτά πρωινά του Σεπτέμβρη. Εκεί που η βροχή έχει σαπίσει τα κόκαλα μου στα τσιχλοκυνήγια τους ζόρικους, απρόβλεπτους και δίγνωμους χειμώνες. Στον τόπο που έχω ζήσει το κυνήγι σε όλες τις εκφάνσεις του. Στα καλά, όταν η απλοχεριά του Μεγαλοδύναμου με αφήνει άφωνο. Στα δύσκολα, όταν η ακοπία με φέρνει σε μεγάλη απελπισία. Στα πικραμένα πρωινά, τότε που ρίχνω ανάθεμα σ’ αυτόν που πατάει την σκανδάλη όταν δεν πρέπει. Μέσα σε όλα αυτά εκείνος είναι εκεί, παρόν!

Ευγενικός και χαμηλών τόνων. Με ήπια φωνή και πάντα χωρίς κανένα ίχνος ανταγωνισμού, αφού είναι ο τελευταίος που απλώνει το ώριμο πόδι του για να καβαλήσει το αγκαθωτό πλέγμα που κρατάει τα αιγοπρόβατα μακριά από τα μποστάνια της γειτονιάς.
 
Η ιστορία που τον συνοδεύει μέσα στο μυαλό μου, αναβιώνει κάθε φορά που σβήνω ένα τσιγάρο στο καρτέρι. Η σκέψη είναι τόσο έντονη, που κοιτάζω κάθε φορά γύρω μου και ψάχνω την Ίρμα του που, όσο ζούσε κι έτρεχε πίσω από το μηχανάκι του για να έρθει στο κυνηγοτόπι, δεν άφηνε αποτσίγαρο να πάει χαμένο. Τι κι αν ήταν αναμμένο, δυο μασήματα και κάτω! Μετά κοιτούσε με λαχτάρα και τα μάτια της φώναζαν: Θέλω κι άλλο, δεν έχει άλλο; Η Ίρμα έφυγε για άλλα, μοναδικά κυνηγοτόπια και μια άλλη, νέα, ακολουθεί τον καλό μου φίλο και συνκυνηγό.

Οι μέρες για την μεγάλη, πολυπόθητη κάθοδο των τρυγονιών πλησίαζαν. Κάθε μέρα σκεπτόμουν ότι σιγά σιγά θα ετοιμάζονταν  να εγκαταλείψουν τα βόρεια, πλατιά σιταροχώραφα. Να αφήσουν τις απέραντες φυτείες ηλιόσπορου, τις φωλιές τους, το σπίτι τους, την γενέτειρα τους και να ακολουθήσουν, για ακόμα μια φορά, την διαδρομή που ξέρουν ακόμα όντας μέσα στο αυγό. Αυτή που ακολούθησαν οι προγονοί τους πέρσι, πρόπερσι, χιλιάδες χρόνια τώρα σε ένα αέναο ταξίδι γεμάτο ζωή και θάνατο!

Οι παρουσίες ίδιες δόξα τον Θεό. Κανείς δεν έλειπε, ήμασταν όλοι εκεί. Με πολλά προβλήματα, που φρόντισαν άλλοι να μας φορτώσουν, αλλά εκεί. Με προσμονή κι ελπίδα για την μέρα που ξημέρωνε. Καλημέρα, καλό μήνα, και του χρόνου. Ήταν οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάξαμε όλοι μας, αλλά, για μια στιγμή! Που ήταν εκείνος; Εκείνος έλειπε, δεν είχε φανεί ακόμα. Δεν φάνηκε ο προπομπός του, το σκυλί που έτρεχε μπροστά από το μηχανάκι με κατεβασμένο το κεφάλι, αποδίδοντας χαιρετισμό σε όλη την ομήγυρη και την ουρά της να κοντεύει να ξεκολλήσει από το κούνημα και την χαρά.

«Περνούν τα χρόνια και το πρωινό ξύπνημα γίνεται ζόρικο» σκέφτηκα και χαμογέλασα που εγώ ακόμα είμαι στην μέση. Στα 30 παλικάρι, στα 40 σαν λιονταρι, στα 60 μαϊνάρει, λέει μια ρήση του τόπου μου κι ο απών είχε περάσει τα 60 εδώ και καιρό. Ο ήλιος ρόδιζε την κορυφογραμμή στις Ράσες. Έβλεπες πλέον να κυνηγήσεις κανονικά και με ασφάλεια. Ετοιμάστηκα, έκανα τον σταυρό μου, ευχήθηκα να είμαι καλά και του χρόνου και να μπορώ να δρασκελίζω τα κακοτράχαλα και ξεκίνησα. «Θα έρθει πιο αργά» σκέφτηκα.

Η διαδρομή ίδια. Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι μετά από τόσες φορές, αν βγάλω τις αρβύλες μου θα την κάνουν μόνες τους! Το αποτέλεσμα εκείνης της εξόδου αναμενόμενο, αν εξαιρέσω μια εξ αποστάσεως οπτική επαφή που είχα με έναν εκπρόσωπο των προσφιλών μου περιστεροειδών κατά την επιστροφή μου στο αυτοκίνητο. Όσο πλησίαζα είδα από μακριά το γνώριμο μηχανάκι παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο να περιμένει τον ήρεμο καβαλάρη του. Τώρα ήμασταν όλοι εκεί!

Ξεφορτώθηκα όπλο, φυσίγγια και ντορβά, έβγαλα το καπέλο να πάρει αέρα το ιδρωμένο, γυμνό κρανίο μου, άναψα ένα τσιγάρο και έστρεψα την προσοχή μου στην πλαγιά ψάχνοντας εκείνον. Η σκυλίτσα του, γιαγιά πλέον κι αυτή, έτρεχε στην κατηφόρα θυμίζοντας την Λώρα στο αγαπημένο έργο των παιδικών μου χρόνων «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» για να με συναντήσει. Εκείνος από πίσω κάνοντας μικρά, σίγουρα βήματα πλησίαζε. Η φιγούρα γνώριμη, αλλά κάτι έλειπε από το κάδρο. Η απόσταση είχε μικρύνει αρκετά και μου επέτρεπε να δω λεπτομέρειες. Πουκάμισο, παντόφλες και σορτς! Σε καμία περίπτωση ο ηλικιωμένος φίλος μου δεν θύμιζε κυνηγό. Τουρίστα που έχασε τον δρόμο για την παραλία μπορεί, αλλά θηρευτή όχι.

Όσο πλησίαζε παρατήρησα και την απουσία του όπλου. Ένα μαντίλι μόνο έκανε βόλτα στο πρόσωπο του, μάλλον, για να ρουφήξει τον ιδρώτα που προκαλούσε η ζεστή μέρα του Σεπτέμβρη…μάλλον!

Δυο μέτρα μας χώριζαν πλέον. Ανταλλάξαμε ευχές οι οποίες από μέρους του δεν ήταν και οι πλέον θερμές. Το μαντίλι έμπαινε κάτω από τα γυαλιά του και σκούπιζε τα μάτια του. Αποφάσισα να σπάσω την αμήχανη σιωπή του πειράζοντας τον, προσπαθώντας να εκμαιεύσω και πληροφορίες για την άοπλη επίσκεψη του στο βουνό. «Άφησες το όπλο στο καρτέρι για να μην το κουβαλάς κάθε μέρα;» είπα γελώντας, μην μπορώντας να ξέρω σε τι βάραθρο θα με πετούσαν η απάντηση και η αντίδραση του.

«Μπα, δεν έβγαλα άδεια φέτος. Δεν μπορώ, τα μάτια μου, δεν βλέπω καλά» έβγαλε το μαντίλι και σκούπισε τα μάτια του. Το πρόσωπο του έσπασε…έκλεγε σαν μωρό παιδί! Έμεινα άφωνος για λίγα δευτερόλεπτα, τέτοιο δέος και σοκ μου προκάλεσε η απρόβλεπτη αντίδραση ενός άντρα, που στην δύση της ζωής του, κλαίει σαν μαθητούδι για το κυνήγι. Ναι για το κυνήγι! Η ηλικία του, του επέτρεψε να ζήσει μοναδικά κυνήγια σε ένα κυκλαδονήσι που φημίζεται για τα περάσματα των τρυγονιών εκείνων των χρόνων της αφθονίας κι εκείνος έκλαψε μπροστά μου για το φτωχό πλέον κυνήγι που έχανε μέσα από τα χέρια του σαν το νερό, ενώ άλλοι στην ηλικία του κάνουν τον σταυρό τους που ξυπνάνε το πρωί κι αρκούνται μόνο σ’ αυτό.

Πόσο αμήχανα μπορεί να αισθάνθηκα, πόσο μικρός μπροστά στο μεγαλείο ενός άντρα που δεν φοβάται να εκδηλώσει τα συναισθήματα του και να κλάψει παρουσία άλλου, γι’ αυτό που αγαπάει τόσο πολύ και το χάνει τόσο άδοξα. Προσπάθησα να ψελλίσω κάτι για γιατρούς και φάρμακα, αλλά φάνηκα τόσο αδέξιος. Η έκφραση του προσώπου του δεν άφηνε περιθώρια για τίποτα άλλο, παρά για μια μόνο λέξη…τέλος!

«Θα έρχομαι να κάνω μια βόλτα, να μου φεύγει ο νταλκάς» μου είπε, καβάλησε το μηχανάκι κι έφυγε μαζί με την σκυλίτσα του. Μου άφησε για παρέα μια ανατριχίλα στο πετσί και μια βαθειά θλίψη στην ψυχή μου. Έμεινα να τον κοιτάζω μέχρι που χάθηκε κι ευχόμουν μέσα μου να μπορέσω να αγαπήσω κι εγώ τόσο πολύ το κυνήγι, αλλά να μην αξιωθώ να ζήσω την μέρα που θα το αποχωριστώ ζωντανός.


Θα μου λείψεις χαμογελαστέ μου φίλε. Σ’ ευχαριστώ που δεν σκέφτηκες μόνο την δική σου ικανοποίηση, αλλά αντί αυτής έβαλες πρώτα την ασφάλεια όλων μας. Έχεις πολλά κότσια τελικά κι ας νομίζεις ότι σ’ εγκαταλείπουν.  

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 25/9/2013.