ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Ασίγαστο πάθος.

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.gr

Αν μπει κάποιος στον κόπο -μακάρι να μπορούσε- να μαζέψει απ’ όλη την Ελλάδα όλους αυτούς που άφησαν εποχή -στην εποχή τους- στο βουνό, φαντάζομαι ότι ο χάρτης θα άλλαζε κι από μια Ελλάδα θα έδειχνε δυο! Τόσοι πολλοί είναι όλοι αυτοί που έχουν γεμίσει με τα καμώματα τους τις σελίδες του κυνηγετικού βιβλίου της ιστορίας του τόπου μας. Για κάποιους βέβαια αυτά δεν είναι αρεστά. Κάποιοι δεν αντέχουν αυτή, την μια Ελλάδα, πόσο μάλλον να ήταν δυο! Κάποιοι άλλοι εύχονται, γονατιστοί, η κυνηγετική φάρα να αποδεκατιστεί όπως τα στάχυα που θερίζει τον Αύγουστο ο θεριστής στους κάμπους της Θεσσαλίας.

Και τι δεν θα ‘δινα να μπορούσα να χωρέσω όλη αυτή την γνώση στο μυαλό μου που είναι πρόσφορο και φιλόξενο και για τα δυο. Γιατί και την Ελλάδα αγαπώ, και θα ‘θελα ο χάρτης να ‘ναι γιομάτος από τέτοιες, μα και τους κυνηγούς πιότερο μαθές!

θα ήθελα να ξέρω τι είχε κάνει ο τάδε στα Γιάννενα όταν είχε πάει για μπεκάτσες μια φορά. Τίνος ο σκύλος ξαπόσταινε κάτω από ένα πουρνάρι, ενώ αυτός ο φουκαράς έριχνε μαύρο ιδρώτα να τον βρει εκεί ψηλά στην Δράμα. Ποιον έκανε ρεζίλη ένα ορτύκι που, θαρρείς και ήταν κουρδιστό, δεν έλεγε να αποθάνει το ρημάδι κάτω εκεί στην Μάνη. Ποιος ήταν αυτός που με την παρέα του έκατσαν να φάνε το κολατσιό τους πάνω στο θυμάρι που είχε γιατάκι ο λαγός στην Άνδρο. Ποιος ήταν αυτός που κορόιδεψαν οι πέρδικες και βγήκαν αφού τις είχε προσπεράσει, στην Κρήτη. Όλα αυτά θα ήθελα να ξέρω. Να μπορούσα να τα χωρέσω μέσα στο τσερβέλο μου και να γελάω με τις ώρες.

Να κάνω καινούρια συκώτια, να τα τρώνε οι οχτροί μου κι εγώ ψόφο να μην έχω σαν το κακό σκυλί. Δεν είναι μωρέ πως είμαι κουτσομπόλης κι ας έχω μια μικρή κλήση προς τα κει όπως κι εσύ. Είναι που όλα τούτα που βγάζω τώρα απ’ το μυαλό μου, κάποιος, κάπου, κάποτε, τα έχει ζήσει κι εγώ θα ήθελα να τα ξέρω με την κάθε λεπτομέρεια. Να προσπαθήσω να τα νιώσω στο πετσί μου. Να ορκιστώ ότι μου μύρισε ο φασκός που έσπασε κάτω από τα πόδια του. Να κάτσω να τα γράψω και να αντηχούν στα αυτιά μου οι διάλογοι. Να κλαίω με τις ώρες απ’ την συγκίνηση και να ανατριχιάζω από το δέος.

Να τρέχουν τα γράμματα στην οθόνη και το μυαλό μου στο βουνό κοντά του.  Να ρίχνω νερό στα μούτρα μου απ’ το ρυάκι να δροσιστώ κι ώσπου να γυρίσω να κοιτάξω, να έχει χαθεί ο ήρωας της ιστορίας μέσα στα δέντρα σαν τον Ρομπέν. Κι εγώ να τρέχω να προλάβω την σκιά του που μπερδεύεται στα ξέφωτα. Να ακούω το τσακανάκι να με φωνάζει και τα αλυχτίσματα του αρχηγού της αγέλης, που έχει πάρει στο κατόπι τον μονιά και τον σπρώχνει.

Να ακούω το βιαστικό πάφλασμα των φτερών της βασίλισσας του δάσους και να με χαστουκίζει ο αγέρας τους στην μούρη. Να είμαι σκαρφαλωμένος στα βράχια δίπλα στον κότσο που διαλαλεί την κυριαρχία του σ’ ένα Κυκλαδονήσι και να οσφραίνομαι τον ντορό αντάμα μ’ ένα Πόϊντερ. Να ‘μαι από κοντά σε ένα Βίζσλα όταν ξεφωλιάζει τα ορτύκια και τρέμουν οι μύες στα πόδια του απ’ την ένταση κι από το πάθος. Να σέρνω δίπλα στον αφτιά, που έχει γίνει ένα με το χώμα και ετοιμάζεται για το μεγάλο σάλτο μακριά απ’ τον διώκτη του. Να νιώσω την λαχτάρα ενός φασοκυνηγού, που τρέμει καθώς βλέπει τα σιδερένια πουλιά να πλησιάζουν το καρτέρι του.

Να φάω κι εγώ ηλιόσπορα με τα τρυγόνια κι αντί έναν αστέρα του Χόλιγουντ, να βλέπω κυνήγι σε έναν καλοκαιρινό κινηματογράφο την Ελληνικής υπαίθρου. Να κάτσω στην πλάτη ενός τσικνιά, σαν άλλος Νιλς Χόλγκερσον και να οδηγήσω ένα κοπάδι φτερωτών μεταναστών στην Αφρική.

Να είμαι στην άκρη της τάβλας όταν η παρέα κάθεται για να τσουγκρίσει τα ποτήρια της μετά από ένα κυνήγι. Ν’ ακούω τα πειράγματα, τα γέλια και τα χωρατά τους. Να κάνω κι εγώ τον σταυρό μου στο ξωκλήσι της Παναγιάς μέσα στο δάσος, να πάρω την ευλογία της για ένα καλό και ασφαλές κυνήγι. Θα ‘θελα να μην ξανασχοληθώ με κάτι άλλο πέραν του κυνηγίου, ασχέτως της καρπώσεως. Θα ‘θελα το ξυπνητήρι να μην βαράει για τίποτα άλλο, παρά μόνο για να πάω στο βουνό. Θα ‘θελα να μπορούσα να μεταλαμπαδεύσω όλη αυτή την γνώση και την εμπειρία, αν την είχα, σε όλους τους πιτσιρικάδες. Για να μπορέσουν να αποφύγουν τα λάθη που έκαναν οι παππούδες μας. Να βαδίσουν χωρίς τις τροχοπέδες των προπατορικών αμαρτιών και να μπορέσουν να σκορπίσουν στον πλανήτη ότι ζωή χωρίς κυνήγι, είναι όπως η κακαβιά χωρίς τα ψάρια!

 Και τώρα που το σκέφτομαι και έχω «φορτώσει» και σφυρίζω από τα νεύρα μου σαν το intercity, θα ‘θελα να αφιερώσω ένα γνωστό, παλιό τραγούδι σε όλους αυτούς που τρέφουν φρούδες ελπίδες ότι το κυνήγι είναι πια ξεπερασμένο και δεν θα έχει συνέχεια μέσα στον χρόνο.  


«Όσο υπάρχει τράπουλα, θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι, θα βγαίνουν μαθητάδες!»

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 30/4/2014.