ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Θείε να σκοτώσω κι εγώ μια τσίχλα;



Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com

Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, λέει μια πολύ σοφή ρήση του λαού μας θέλοντας να αναδείξει την διαφορετικότητα σε ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις. Αυτές οι διαφορές που υπάρχουν -ευτυχώς ή δυστυχώς- μεταξύ των ανθρώπων, αποτελούν την αιχμή που κεντρίζει το ενδιαφέρον του ενός προς τον άλλον. Είναι αυτό το «κάτι» που βρίσκεις σε κάποιον και σε τραβά, ή, σε απωθεί. Η διαφορετικότητα του καθενός μας και τα χούγια του, είναι αυτά που κληρονομούμε εκ γενετής, ή άλλοτε, με την πάροδο του χρόνου και μας συνοδεύουν, καμιά φορά, ως μια άλλη, άτυπη ταυτότητα.   

Για να έρθω σιγά σιγά στο προκείμενο και στο θέμα τις ιστορίας μου, να αναφέρω άλλη μια εύστοχη ρήση η οποία θέλει άλλα να είναι τα μάτια του λαγού και άλλα της κουκουβάγιας. Περνώντας, λοιπόν, στο βασίλειο των δίποδων ώντων, να πω ότι και στο βουνό οι συμπεριφορές κι οι αντιδράσεις μας είναι διαφορετικές.

Φυσικά και δεν ανακάλυψα το μπαρούτι, ούτε θέλω να κάνω επίδειξη γνώσεων ψυχολογίας, που δεν έχω, γράφοντας όλα τα παραπάνω, αλλά πώς να το φέρω, να το γυρίσω και να σου πω, φίλε μου αναγνώστη, την εκ διαμέτρου διαφορά που έχουν και τα δικά μου μάτια με αυτά του φίλου μου του Μήτσου; Γιατί, πώς να το κάνουμε, είναι κάποιοι συνάδελφοι που η σκοπευτική τους δεινότητα είναι άξια μνείας. Κοινώς, ο φόβος και ο τρόμος!

Ο Μήτσος, λοιπόν, παθιασμένος κυνηγός, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αρκετές φορές το κυνηγετικό μου διδυμάκι, αφού βρίσκουμε ο ένας στον άλλον κοινά στοιχεία μέσα από τις πολλές διαφορές μας. Οξύμωρο το σχήμα, αλλά έτσι «δένουν» τα καλά γλυκά.
 
Το απογευματινό κυνήγι της τσίχλας ήταν πάντα ένα σημείο επαφής ανάμεσα μας και ποτέ δεν έχω πει όχι σε πρόσκληση που μου έχει κάνει. Και μιας που δεν είμαστε κυνηγετικοί γυρολόγοι, τα μέρη που θα μας βρει κάποιος στο βουνό είναι γνωστά.

Ένα απόγευμα, λοιπόν, την εποχή των επιστρόφειων –σαν τώρα καλή ώρα- γεμίσαμε τα πλαστικά ποτήρια μας με καφέ, αρπάξαμε και τα κυνηγετικά συμπράγκαλά μας και απλώσαμε τις αρίδες μας στα βράχια μιας δυτικής πλαγιάς για να απολαύσουμε τον αποκαμωμένο χειμωνιάτικο ήλιο, την ησυχία, τον καφέ και την πλήρωση που δίνει ένα συντροφικό, άνευ συναγωνισμού κυνήγι.

Η κατά τύχη παράταξη μας, έφερε εκείνον να κάτσει μετά από εμένα στην νοητή γραμμή του περάσματος. Μετά από κάποιες τζούρες καφέ και των στριφτών τσιγάρων μας, ένας πιτσιρικάς έκανε την εμφάνιση του αξιολογώντας ότι στο συγκεκριμένο κυνηγοτόπι θα έσβηνε την δίψα του για τουφεκιές. Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο όμως αφού αφενός οι τσίχλες ήταν λιγοστές και αφετέρου, αυτές που τρόμαζα εγώ με τις λάθος τουφεκιές μου δεν είχαν την ίδια τύχη και στα πυρά του Μήτσου. Αποτέλεσμα ήταν το παλικάρι να έχει βαρεθεί την ζωή του. Αποκαμώθηκε να μετρά τσίχλες να πέφτουν στα πόδια του Μήτσου!

Κάποια στιγμή ήρθε και κόρωσε, έβρασε το αίμα του. Σηκώθηκε απ’ τον βράχο που είχε κουράσει στο σήκω κάτσε και μια και δυο, οπλισμένος με ένα πλατύ χαμόγελο το οποίο μαρτυρούσε την αναγνώριση των ικανοτήτων του φίλου μου, πήρε το μονοπάτι για να έρθει κοντά μας.

«Αχ Δημητράκη δεν σε βλέπω καλά» είπα γελώντας κάνοντας συνάμα νόημα προς το μέρος του επισκέπτη μας. Το χαμόγελο στο στόμα του Βαγγέλη –γνωστός κι αυτός- είχε φτάσει μέχρι τα αφτιά του. Η ειρωνική έκφραση στο πρόσωπο του υπόσχονταν ανεπανάληπτη ατάκα κι εγώ, λάτρης της πλάκας και του έξυπνου χιούμορ, ανέλαβα να παίξω τον ρόλο του θεατή σε μια ολιγόλεπτη μονόπρακτη κωμωδία. Ο Μήτσος ατάραχος κοιτούσε τον επισκέπτη που σκαρφάλωνε την πλαγιά και πότε πότε, γυρνούσε να τραβήξει καμιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του προς το μέρος μου, λες και ήθελε να κρατήσει το τοπίο καθαρό απ’ την μεριά του «εισβολέα».

Εκείνος πλησίασε, κοίταξε τον Μήτσο, έκανε νόημα σε μένα κουνώντας το κεφάλι για χαιρετισμό, σήκωσε το ένα φρύδι και αλλάζοντας την χροιά της φωνής του έτσι ώστε να μοιάζει με παιδική είπε: «Θείε, να σκοτώσω κι εγώ μια τσίχλα;».

Τα γέλια ξεχύθηκαν με μιας από τα σωθικά μας κατρακυλώντας σε όλο το βουνό.

«Τι να κάνω βρε Βαγγέλη, μου βγαίνει αυθόρμητα. Σηκώνω το τουφέκι και πάει μόνο του. Συγνώμη δηλαδή, αλλά δεν το κάνω επίτηδες.» απολογήθηκε ο Μήτσος μόλις μπόρεσε να πάρει ανάσα.

Ποιος νοιάζεται για θηράματα και καρπώσεις τέτοιες ώρες; Η ευχαρίστηση, η πληρότητα και η απόδραση από τον βραχνά της καθημερινότητας που δίνει η καλή παρέα κι ο καθαρός αέρας που πλημμύρισε τα στήθη μου ήταν πάνω από κάθε θήραμα και κάθε κάρπωση.

Ποιος νοιάζεται κι αν ήταν αληθινή κι ετούτη εδώ η ιστορία. Αν ήταν θα την θυμάμαι όλη μου την ζωή. Κι αν δεν ήταν, εύχομαι να μπορέσω να την ζήσω κάποια στιγμή στο μέλλον, αφού ο φίλος μου ο Μήτσος είναι δόξα τον Θεό κοντά μου!

Να ‘μαστε καλά να ανταμώνουμε, που είπε κι ο Διονύσης ο Σαββόπουλος τις προάλλες όταν επισκέφθηκε το νησί μου.   

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 19/2/2014.