ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Αναμνήσεις... του κ.Βασίλη από την Άνδρο !!!


Προσπαθώντας να καταλάβω το μένος ορισμένων «οικολόγων - καναπεδολόγων» για το κυνήγι, μου έρχονται στο μυαλό αναμνήσεις από την εποχή που το γνώρισα. Πώς να τους δώσω να καταλάβουν ότι το κυνήγι είναι συναίσθημα και δυστυχώς τα συναισθήματα δεν περιγράφονται . Όσο και αν προσπαθείς. Οι πιο πολλοί νομίζουν, ότι κυνήγι είναι να
πάρεις ένα όπλο και να βγεις να σκοτώνεις ότι βρεθεί μπροστά σου. Πόσο λάθος κάνουν.

Κυνήγι είναι η συνάρτηση πολλών διαφορετικών πραγμάτων και ενεργειών. Αγωνία, χαρά, λύπη, ενθουσιασμός, απογοήτευση, ελπίδα, εναλλάσσονται διαδοχικά σε δευτερόλεπτα. Εκτός αυτού έχει εικόνες , πολλές εικόνες. Έχει μυρωδιές, πολλές μυρωδιές. Έχει τον ήλιο, τη συννεφιά, το πούσι, τη βροχή, το χιόνι, το κρύο, τη ζέστη. Έχει κάποιες ιδιαίτερες στιγμές τόσο υπερβολικές, που στα μάτια των άλλων φαντάζουν τρομερά ψέματα. Έχει τον κίνδυνο. Όσοι τα έχουν ζήσει και τα ζουν καταλαβαίνουν τι λεω. Δεν τα γράφω για να πείσω κανένα.

Δεν με ενδιαφέρει εξάλλου. Για αυτό θα μείνω μόνο στην απλή και λιτή περιγραφή, για το πώς ξεκίνησα εγώ.. Ήταν το 1960, σε ηλικία 14 χρονών, όταν με έπαιρνε πότε-πότε, τις Κυριακές, ένας μπάρμπας μου να πάμε για τσίχλες και κοτσύφια στου Μακρυκώστα
το κτήμα, μετά το σταθμό του νέου Ηρακλείου προς Μαρούσι. Εκεί σήμερα είναι σχολές. Φυσικά αυτοκίνητο δεν υπήρχε και από την Καλογρέζα, το κόβαμε με τα πόδια. Εγώ ήμουν ο μόνιμος τσαντατζής και απολάμβανα μόνο την θεωρία του κυνηγίου. Πέρασε ένας
χρόνος για να μου δώσει να ρίξω μια τουφεκιά σε ένα καθιστό κοτσύφι. Εποχή που το φυσίγγι μέτραγε και περιθώρια για σπατάλες δεν υπήρχαν.

Τα Χριστούγεννα του 1962 έχω πάει στους παππούδες στο χωριό. Ένα ορεινό χωριό, το όνομα του Τουρλάδα, πάνω από την Κλειτορία. Τότε την λέγανε Μαζεΐκα. Με το που μπήκα στο σπίτι, το μάτι έπεσε στο δίκαννο με τα κοκόρια που κρεμόταν από την κρεμάστρα.
Ως συνήθως στην επαρχία τα όπλα κρέμονταν ή από καρφί στο τοίχο ή στην κρεμάστρα με τα ρούχα. Αμέσως άρχισε το κόλλημα στον θείο, για το πότε θα πάμε κυνήγι. Ο θείος λόγω ηλικίας, είχε τις επιφυλάξεις του, αλλά εγώ τον έπεισα ότι ο άλλος θείος, στην Αθήνα, με έχει κάνει πρωταθλητή. Έτσι ανήμερα Χριστούγεννα και ενώ όλο το χωριό θα πήγαινε στην εκκλησία, εμείς θα πηγαίναμε για φάσες.

Περιττό να πω πως την παραμονή το βράδυ, εγώ δεν έκλεισα μάτι. Άσε που είχα σηκωθεί μια ώρα νωρίτερα, πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι και έκοβα βόλτες.
Αφού πήραμε ένα πλήρες πρωινό, τσάι του βουνού και μαύρο ψωμί, ο θείος με κατατόπισε, για το που θα πάω, που θα κάτσω και τι θα κάνω άμα δω τις φάσες. Μου έδωσε πέντε-έξη φυσίγγια και το κοκοροντούφεκο. Αυτός είχε πάρει δανεικό από άλλο θείο, ένα καινούργιο δίκαννο και βέβαια δεν με άφηνε ούτε να το ακουμπήσω. Πάνω από το χωριό υπήρχε και υπάρχει ακόμα, ένα μικρό δάσος με πανύψηλες βελανιδιές .

Εγώ θα πήγαινα στην μια άκρη και ο θείος στην άλλη. Θα έπιανα το καρτέρι και θα καθόμουν ακίνητος, να μη με πάρουν χαμπάρι οι φάσες. Αυτές ήταν οι διαταγές
και βέβαια, τις βαράμε καθιστές, μη χάσουμε κανένα φυσίγγι. Το πούσι ήταν πυκνό αλλά εγώ ήξερα τα μέρη και μετά από δέκα λεπτά και κόντρα στον ανήφορο, έφτασα. Συνήθως όταν ξημέρωνε το πούσι διαλυόταν σιγά-σιγά. Έχω βάλει πλάτη ένα βράχο και επιβλέπω γύρω-γύρω σαν περισκόπιο υποβρυχίου. Πράγματι μαζί με το ξημέρωμα άρχισε να κάνει κάποια κενά ή ομίχλη και τότε μπρος στα μάτια μου παρουσιάστηκε το μεγαλείο της φύσης. Μια εικόνα που έμεινε χαραγμένη στη μνήμη μου μέχρι σήμερα ζωντανή και θα μείνει όσο ζω. Ας έχουν περάσει σαράντα οκτώ χρόνια.

Το χωριό κάτω από τα πόδια μου, με τις καμινάδες να καπνίζουν προς τον ουρανό και ήχοι διάφοροι, σκόρπιοι, από τα ζώα. Μια κατσίκα να βελάζει, ένας κόκορας να λαλεί, κάποιο γουρουνάκι να γρυλίζει, ένα γαϊδούρι σιγοντάριζε κι αυτό στον ήχο τις καμπάνας από την εκκλησία . Παράλληλα μυρωδιές, πολλές μυρωδιές, από την πρωινή υγρασία, ανακατεμένες με την μυρωδιά του καμένου ξύλου. Η εικόνα να χάνεται μέσα στο πούσι και να ξανά παρουσιάζεται στα κενά. Εγώ έχω ξεχάσει το σκοπό που ανέβηκα εκεί και κάθομαι ακίνητος, χαζεύοντας, ούτε ξέρω πόση ώρα. Θεέ μου το μεγαλείο σου. Εκεί πήρα την - μεγάλη - απόφαση. Θα γίνω κυνηγός. Κάποια στιγμή που διαλύθηκε ή ομίχλη αποφάσισα να κουνηθώ.

Ένα κοπάδι φάσες καμιά δεκαριά πουλιά πέταξαν και έφυγαν. Ούτε που πρόλαβα να σηκώσω όπλο. Είχαν έλθει αθόρυβα μέσα στην ομίχλη και καθόντουσαν καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά μου. Αλλά και θόρυβο να κάνανε εγώ είχα χαζέψει, δεν θα τις άκουγα. Στο γυρισμό έφαγα και κατσάδα από το θείο. Μετά δυο ημέρες, στο καφενείο, στα Μαζέικα, περιμένω το λεωφορείο για Αθήνα. Μπροστά μου, επάνω στο τραπέζι, ακουμπισμένα τα « Κυνηγετικά Νέα ». Τι ήταν αυτό. Τι όπλα, τι ιστορίες.

Δεύτερο χαστούκι. Την άλλη ημέρα στην Αθήνα έψαχνα στα περίπτερα της γειτονιάς. Τον επόμενο μήνα γράφτηκα συνδρομητής. Ήμουν ίσως ο μικρότερος συνδρομητής που είχε το περιοδικό. Μετά άρχισε η βόλτα στα οπλοπωλεία. Που με έχανες, που με έβρισκες, κολλημένος στις βιτρίνες με τις ώρες.
Εκείνος ο Καλκατζάκος είχε βαρεθεί να με βλέπει. Ότι καινούριο έβλεπα στη βιτρίνα του έμπαινα και ρώταγα. Συνεχίζεται ...

ΠΗΓΗ: http://cazador1.blogspot.com