ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

ΠΕΣ ΜΙΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ !!!


Ο φίλος μου ο Γιώργος, γνωστός κυνηγός στο νησί όπως και καλαμπουρτζής, κάποιο πρωινό στο φουλ των τρυγονιών, αξημέρωτα άρχισε να σκαρφαλώνει την γνωστή του πλαγιά που από τις τόσες φορές την είχε μάθει σπιθαμή προς σπιθαμή.
Σε όλη την διαδρομή προς το καρτέρι όλο και κάποιο τρυγονάκι εγκατέλειπε το έδαφος υπό καθεστώς πανικού, εξαιτίας του βαρύ βηματισμού και της μπερδεμένης ανάσας του που ο ήχος της, έμοιαζε με «ποτήρι» πομόνας που ξεπιάνει νερό!
Όταν επιτέλους έκοψε το νήμα του τερματισμού και στρογγυλοκάθισε στον βράχο, έβγαλε τον καφέ, τον καπνό και το κινητό του και άρχισε να γαληνεύει την ψυχή του με την πανέμορφη θέα που απλωνότανε μπροστά του με φόντο το Αιγαίο.

Την γαλήνη της σιωπής διέκοπτε πότε – πότε το κινητό του και από την άλλη άκρη της γραμμής, κάποιος φίλος του έδινε ραπόρτο για την κινητικότητα των πουλιών.
Κάποια στιγμή καθώς έπαιρνε τα αζιμούθια του βολιδοσκοπώντας τα γύρω βραχάκια, είδε μια φιγούρα την εμφάνιση της οποίας είχε προηγηθεί ο γνωστός θόρυβος των βημάτων.
Ο «τύπος» είχε σταθεί στην άκρη μιας ξερολιθιάς και αγνάντευε κι αυτός το άπειρο. «Ποιος είναι τώρα αυτός;» μονολόγησε «Εκεί θα κάτσει τώρα; Θα σκοτωθούμε το πρωί» συνέχισε και αποφάσισε να ανοίξει κουβέντα για να φτάσει στο προκείμενο (απόσταση – ασφάλεια). «Καλημέρα μάστορα» φώναξε γυρίζοντας ταυτόχρονα προς το μέρος του «εισβολέα». Δεν υπήρξε απόκριση και άρχισε να μπιμπικιάζει σαν το κοτόπουλο από τον φόβο του για τις προθέσεις και την ταυτότητα του αγνώστου. «Ποιος είναι αυτός ρε και δεν μιλάει; Και δεν κρατάει και τουφέκι! Ρε μπας και γίνετε κανένα νταλαβέρι περίεργο και βρεθώ μπλεγμένος;» αναρωτήθηκε σφίγγοντας συνάμα και το όπλο του για να παίρνει θάρρος. Ο άγνωστος ήταν πολύ αγενής, γιατί εκτός του ότι δεν είχε πει λέξη ακόμα, σε απάντηση των απανωτών καλημερισμάτων του Γιώργη γύριζε επιδεικτικά την μούρη του από την άλλη μεριά.

«Τώρα θα’ ρθώ και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει» είπε κάνοντας ένεση θάρρους στον εαυτό του και αρπάζοντας την καραμπίνα βγήκε από το καρτέρι του σκορπίζοντας στον αέρα το ξεκάθαρο των διαθέσεων του επιδεικνύοντας τον όγκο του! Το γοργό και αποφασιστικό του βήμα τον έφερε με μια ανάσα, ένα βήμα από τον κακότροπο άγνωστο. Δεν πρόλαβε ο φουκαράς ο Γιώργης όμως να βγάλει άχνα, γιατί η τρομάρα που πήρε από το ξέσπασμα του τράγου που καθόταν όρθιος με τα μπροστινά του πόδια στο ντουβάρι και το βέλασμα που αντήχησε σε όλο το βουνό, του έκοψαν τα πόδια και το αίμα! «Άντε να πας από εκεί που’ ρθες, έχασα την μισή μου ζωή» είπε και αμέσως η τρομάρα και το μούδιασμα στην γλώσσα που ένοιωσε, έδωσαν την θέση τους σε ένα πλατύ χαμόγελο.
Ακόμα στα «πηγαδάκια» που εξιστορείται την περιπέτεια του, γίνετε χαλασμός από την έκβαση της υπόθεσης που η αρχή της θυμίζει ταινία θρίλερ του Χίτσκοκ!