ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Μια αξέχαστη μπεκάτσα.

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.gr

Ο πρώτος έρωτας, λένε, μένει αξέχαστος. Αξέχαστη, συμπληρώνω εγώ, μένει και η πρώτη μπεκάτσα. Χαραγμένη για πάντα στην ψυχή και στο μυαλό μάλιστα, όταν συνοδεύεται από μια αποτυχημένη τουφεκιά. Για την ακρίβεια όχι τουφεκιά, αυτό το ένοχο, πρόστυχο «κλικ» που σε κάνει να προσπαθείς να χωρέσεις εκτός από όλη σου την δύναμη, μα και τον ίδιο σου τον εαυτό μέσα στην κάννη!

Το κυνήγι ήταν πάντα μέσα μου κι ας μην είχα κάποιον στο σπίτι να με ξεσκαλίζει, τουναντίον μάλιστα, ο μπάρμπα Μιχάλης και η κυρά Μαριγώ ανατρίχιαζαν σαν γατιά όταν άκουγαν για κυνήγια, τουφέκια, φυσεκλίκια και πρωινά ξυπνήματα. Κουβαλούσαν κι αυτοί το λάθος υπερπροστατευτικό σύνδρομο του Έλληνα γονιού, που θέλει τα παιδιά –ειδικά τα στερνοπούλια- να μπαίνουν σε γυάλα για να μην τα φτάσει κανένα κακό.

Κάποια στιγμή με γκρίνια, παρακάλια και εκφοβισμούς, πάρθηκε η απόφαση να πάρω το πρώτο μου τουφέκι. Είχα βαρεθεί πια να κάνω τον σκύλο του κουμπάρου μου και όποιου άλλου ήξερα και του γινόμουν ταγάρι. Είχε έρθει η στιγμή, αν και αργά, να ανοίξω τα δικά μου κυνηγετικά φτερά. Δεν έχασα καιρό και έτρεξα στον Κώστα το Μουθούκι που έμενε διακόσια μέτρα από το σπίτι μου. Γνώστης των όπλων με πολλές γνωριμίες, όλο και κάποιο καλό μεταχειρισμένο θα είχε κατά νου, αφού για καινούριο δεν γίνονταν λόγος. Ένα θρυλικό, Ισπανικό πλαγιόκαννο με βάση ταρταρούγα ήταν το τουφέκι που μου πρότεινε εκείνος. Εγώ το ακούμπησα στον ώμο κι αμέσως το συνόδευσα με την κτητική αντωνυμία «μου» και μπόλικη περηφάνια. Μετρήθηκαν τα εβδομήντα χιλιάρικα ένα προς ένα, θυμάσαι αυτά τα καφέ με τον Κολοκοτρώνη, και το τραπέζι στο τζαμωτό του σπιτιού μετατράπηκε σε κρεβάτι, για να ξαπλώσω πάνω του το πιο κολασμένο κορμί του πλανήτη!


Τι καμπύλες ήταν αυτές μάνα μου! Έτρεχαν τα σάλια μου όσο το έβλεπα και το δέρμα μου αντιδρούσε έντονα στο άγγιγμα του. Τα μάτια μου δεν χόρταιναν να το κοιτούν. Το πρώτο μου τουφέκι. Το δικό μου τουφέκι! Αχώριστη παρέα στο αυτοκίνητο, με το μηχανάκι, με τα πόδια να κρέμεται στο ώμο, ακόμα και στο κρεβάτι του φορτηγού το ξάπλωνα και κάναμε μαζί διανομή.

Είκοσι τόνοι κριθάρι περίμεναν να ξεφορτωθούν με υπομονή, μέσα από ένα στενό άνοιγμα της καρότσας. Χειμώνας σαν τώρα ήταν κι εγώ είχα πάρει θέση στα σιλό μιας, πάλαι ποτέ, γνωστής, μεγάλης μονάδας εκτροφής κοτόπουλων στη Σύρα. Το τουφέκι μου ήταν εκεί μαζί μου και περίμενε να πάμε μια γρήγορη βόλτα για τσιχλοκότσυφα, μέχρι οι σπόροι του κριθαριού να χυθούν απ’ την καρότσα σαν νερό μόνοι τους. Επιτηρούσα για λίγο την διαδικασία στην αρχή και χάζευα τριγύρω ροφώντας ένα τσιγάρο. Ένα βιαστικό πέρασμα από ένα πουλί που κρατούσε κάτι στο ράμφος του με έκανε να χαμογελάσω και να υποθέσω ότι μάζευε ξερά χόρτα για να φτιάξει την φωλιά του. Τι χαζή σκέψη Χριστέ μου! Όσο το θυμάμαι γελάω με την αθωότητα της σκέψης μου, που έφτανε τα όρια της βλακείας. Άπειρος γαρ!

Όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό που προπορευόταν του πουλιού ήταν μύτη και μπόρεσα να ξεστομίσω το είδος του φτερωτού, βιαστικού διαβάτη, ήμουν ήδη σκαρφαλωμένος στην καμπίνα του φορτηγού και κρατούσα το τουφέκι στο ένα χέρι και δυο φυσίγγια στο άλλο. «Μπεκάτσα» είπα και «κλείδωσα» τον στόχο στα μάτια μου, έτσι όπως κάνουν τα ραντάρ των μαχητικών αεροσκαφών. Την κοιτούσα καθώς ξεμάκραινε ώσπου ξαφνικά, έκανε μια βουτιά και χάθηκε μέσα σε μια μικρή συστάδα καλαμιές, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά μου. Το γεγονός ότι θα πήγαινα να την βρω ήταν ντε φάκτο! Ο τρόπος ήταν υπό συζήτηση, αφού ήμουν έτοιμος να πετάξω και όχι να περπατήσω όπως κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι.

Την μέρα που αγόρασα το τουφέκι και ο κυρ Κώστας μου εξηγούσε το «πώς» και το «γιατί», μου επισήμανε ότι κάθε εκατό τουφεκιές, περίπου, η αριστερή βελόνα κάνει μια ίσκα. «Δεν είναι τίποτα Νικόλα, φτιάχνεται αυτό εύκολα» με είχε διαβεβαιώσει τότε. Εγώ δεν έβλεπα μπροστά μου από την καψούρα για να το πάρω αγκαλιά και δεν έδωσα βάση στην μικροατέλεια. Όντως διαπίστωσα ότι μετά από μεγάλο αριθμό φυσιγγίων, έκανε ένα «ρεπό» ο αριστερός επικρουστήρας. Δεν είχα δώσει όμως την πρέπουσα σημασία, ένα κλικ ήταν που δεν με χαλούσε τόσο.

Έψαξα να βρω την πλέον κατάλληλη θέση, για να βγω φάντης μπαστούνι στην βασίλισσα μπροστά, έτσι ώστε να την οδηγήσω να φύγει σε κατεύθυνση που θα μου επέτρεπε να φορτώσω την πλάτη της μολύβι. Όταν ήμουν σίγουρος πια, έκανα την τελευταία σκέψη: «Τώρα σε έχω στο χέρι καημένη μου!». Έσκυψα και πήρα μια πέτρα και την έριξα μέσα στις καλαμιές επωμίζοντας συνάμα, περιμένοντας την βιαστική σιλουέτα να ξεπροβάλει μπροστά μου. Το δάχτυλο μου πέρασε ασυναίσθητα στην πίσω σκανδάλη από την ταραχή και την απειρία, ενώ τα αυτιά μου γέμισαν από το πάφλασμα των φτερών της.

Τετ α τετ με το θηρίο στα πέντε μέτρα μπροστά μου. Τα φτερά της χτυπούσαν μπροστά στα μάτια μου όσο πιο γρήγορα μπορούσαν κι εγώ ορκιζόμουν ότι θα την έπαιρνα μαζί μου. Πόσο βιάστηκα να είμαι σίγουρος! Οι δυο κάννες ευθυγραμμίστηκαν στην πλάτη της βελουδομάτας κι εγώ από πίσω σχεδόν πανηγύριζα για τον άθλο μου, από τον οποίο με χώριζε ένα απλό πάτημα της σκανδάλης. Σχεδόν βούρκωσα μαζί της καθώς με κοιτούσε πίσω από την πλάτη της από την ένταση και την χαρά. Η πρώτη μου μπεκάτσα και μια από τις λίγες που είχαν ακουστεί μέχρι εκείνη την μέρα σε όλο το νησί.


Τα μέτρα που μας χώριζαν πια ήταν ότι έπρεπε, για να κάνω αυτό που έπρεπε. Πάτησα την σκανδάλη και τα πόδια μου ήδη είχαν πάρει την εντολή να με οδηγήσουν να την μαζέψω. Το πρώτο βήμα συνοδεύτηκε με τον ήχο που από εκείνη την ημέρα μίσησα όσο τίποτα άλλο στην ζωή μου…κλικ! Η μπεκάτσα άρχισε να παίρνει ύψος και ανάσες, αφού δεν πίστευε ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Πάγωσα! Κατέβασα το τουφέκι και την κοιτούσα καθώς ξεμάκραινε μην μπορώντας να κουνήσω από το σοκ. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ ότι είχα ακόμα ένα φυσέκι που περίμενε να πάρει φωτιά για να κάψει τον καημό μου και τα όνειρα για ελευθερία της βασίλισσας. Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι να χάσω από τα μάτια μου το πουλί, από τα οποία έτρεχαν δάκρυα από τον χρόνο που είχαν μείνει ανοιχτά σαν γκαραζόπορτες κι από τα νεύρα μου.

Κατέβασα το κεφάλι και φαντάστηκα το τουφέκι μου μέσα σε σακούλα, αφού αν άρχιζα να το χτυπάω κατά γης -όπως ήθελα εκείνη την στιγμή- το πιο μεγάλο κομμάτι του θα ήταν σε μέγεθος ρυζιού, φύση αδύνατο να το κρατάς με γυμνά χέρια! Αργότερα έδειξα το ίχνος του αδύναμου επικρουστήρα στον Κυρ Κώστα πάνω στο φυσέκι χωρίς να πω τίποτα μόλις άνοιξε την πόρτα. Εκείνος δάγκωσε τα χείλη του και με την χαρακτηριστική βραχνάδα της φωνής του προσπάθησε να με ηρεμήσει, αφού από το πρόσωπο μου έλειπε μόνο ο έφηβος για να θυμίζει την σημαία του Ολυμπιακού!

 


Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 31/12/2014.