ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Πολύτιμη παρέα από το πουθενά.

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com

Ο τόπος που με ανέστησε κυνηγετικά, πριν πολλά χρόνια, είναι και ο τόπος που φιλοξενεί τα βήματά μου στις κυνηγετικές μου αποδράσεις ακόμα και σήμερα αν και οι πέριξ βιότοποι κατακλύζονται από διάφορα «πράσινα», ή μη, οικοδομήματα. Σπίτια, φώτα, φωτοβολταϊκά πάρκα, νέοι δρόμοι, κτλ.


Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εκεί, ο κυρ Αντώνης, όντας γείτονας και γέννημα θρέμμα της περιοχής, δίνει το παρόν κάθε πρωί. Μια παραδοσιακή μορφή του Κυκλαδίτη αγρότη. Μια λιγνή φιγούρα με γυαλιά, μουστάκι, καπέλο και πράο, αργόσυρτο λόγο. Η καραμπίνα που κρατάει είναι ένα best seller της 10ετίας των ‘80s, ενώ οι ενδυματολογικές του συνήθειες δεν παραπέμπουν στους σύγχρονους ράμπο. Λίγο πριν σκάσει ο ήλιος από την πλαγιά του βουνού, ακούμε τον θόρυβο από το μηχανάκι του, το οποίο ακολουθεί τρέχοντας ένα πόιντερ, το οποίο με τα χρόνια αλλάζει, αλλά πάντα ακούει στο ίδιο όνομα, Ίρμα!

Θυμάμαι, η πρώτη Ίρμα που είχα γνωρίσει τότε, εκεί στο Φλασκάκι, είχε το συνήθειο να τρώει τα αποτσίγαρα μόλις τα σβήναμε στις πέτρες. Είχε κι αυτή την κακιά συνήθεια του καπνίσματος! Όλα αυτά τα σκυλιά του κυρ Αντώνη μπορεί να είναι, στην όψη, πόιντερ, αλλά δεν έχουν μεγαλώσει με τα στάνταρ που ορίζουν τα βιβλία και οι διεθνείς κριτές. Έχουν γαλουχηθεί με τα «θέλω» του κυρ Αντώνη ο οποίος τα έχει μαζί του από την έναρξη, μέχρι την λήξη της περιόδου. Είναι από τα σκυλιά που μεγαλώνουν συνεχώς λυμένα και όχι σε κλουβί. Ακολουθούν το αφεντικό τους στο βουνό, στο πότισμα του μπαξέ, στις δουλειές του στάβλου και μόλις δουν τουφέκι, μετατρέπονται σε σκούπες σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.

Τις προάλλες, λοιπόν, όντας πνιγμένος από τα διάφορα που βομβαρδίζουν το μυαλό του καθενός μας καθημερινά, χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξα τα απαραίτητα και έτρεξα στο βουνό. Το ’χουμε αυτό εμείς οι κυνηγοί, αντί να απολαύσουμε χλιαρά ντουζάκια με αντικαταθλιπτικά, γεμίζουμε τα πνευμόνια μας με οξυγόνο και γαληνεύουμε το πνεύμα μας με τις παραστάσεις της υπαίθρου. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που, εδώ στην επαρχεία, δεν βρίσκουν εύκολα δουλειά οι γητευτές της ψυχής.

Με τις πρώτες τουφεκιές, άκουσα κάποιον να φωνάζει «Έλα εδώ» και είδα ένα σκυλί να τρέχει την πλαγιά του βουνού προς το μέρος μου. Ήταν η Ίρμα που, κουρδισμένη από τον ήχο του τουφεκιού μου, δεν κρατιόταν με τίποτα. Ο κυρ Αντώνης που, μάταια, προσπάθησε να την αποτρέψει να ακολουθήσει το δυνατό ένστικτο του κυνηγού, την κοιτούσε καθώς χανόταν στην κατηφόρα. Πλησίασε, κούνησε την ουρά της για καλωσόρισμα και άρχισε να ψάχνει με μανία την τσίχλα που είχε κρυφτεί σε ένα φυτό κάπαρης, για να μου την φέρει μετά από λίγο στο χέρι. Ο κυρ Αντώνης, συνηθισμένος από αυτή την συμπεριφορά της, δεν έδωσε περαιτέρω σημασία και συνέχισε να μαλώνει με το χώμα ανεβοκατεβάζοντας μια τσάπα.

Το παρεάκι, πλέον, συνέχισε την πορεία του και η Ίρμα σκούπιζε τα σκινάρια σαν τρελή. Το κέφι της για κυνήγι ήταν τέτοιο που απάλυνε τις γραμμές στο μέτωπό μου, αλλάζοντας τελείως την κακή μου διάθεση, φτάνοντας με σε σημείο να προχωράω με το χαμόγελο του ηλίθιου στο στόμα και ξεκούραστο μυαλό. Περάσαμε μαζί δυο ώρες. Κάτσαμε σε ένα απάγκιο να κάνουμε τσιγάρο, την κέρασα νερό κι εκείνη για ευχαριστώ μου έφερε δυο τσίχλες λαβωμένες από άλλο συνάδελφο, που δεν είχε την τύχη να την έχει συντροφιά.

Όταν επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο την χάιδεψα και της είπα: «Άντε να πας στο σπίτι τώρα, θα τα πούμε άλλη φορά πάλι». Εκείνη έκανε δυο βήματα και σταμάτησε, με κοίταξε με αυτό το ύφος που φωνάζει «Με αφήνεις λοιπόν;». Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού χωρίς δεύτερη σκέψη και της έγνεψα με το χέρι. Η ουρά την κόντεψε να ξεκολλήσει από το κούνημα και με μιας, χώθηκε μέσα και στρογγυλοκάθισε στο πάτωμα. Δεν μου πήγαινε να την αφήσω να επιστρέψει με τα πόδια, μετά από τόσο κόπο που έκανε για μένα. Φτάσαμε έξω από το σπίτι του κυρ Αντώνη, της άνοιξα την πόρτα, της χάιδεψα την πλάτη καθώς έβγαινε και χωρίσαμε. Γέλασα και μονολόγησα: «Τι σου είναι τα ζώα!».

Η θρανιακή μου θητεία, δεν μου δίνει την δυνατότητα να αποτυπώσω στο χαρτί αυτά που, ακόμα, νιώθω μέσα μου μετά από εκείνο το κυνήγι. Αν και νομίζω ότι είναι ασέλγεια να προσπαθήσει κανείς να το κάνει σε κάτι τόσο γνήσιο, αγνό και πανάκριβο. Να προσπαθήσει να αποσαφηνίσει την ειλικρινή σχέση του ανθρώπου με τα ζώα. Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει η επιστήμη, θα ήταν αν επαναπροσδιορίσει τις ονομασίες των ζώων, των ανθρώπων και πού αποδίδονται!

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 4/1/2012.

Κυκλαδίτικοι ντουμπλέδες.

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com


Τις τελευταίες μέρες του χρόνου που έφυγε, τις πέρασα χρησιμοποιώντας την άδεια που είχα αφήσει για το τέλος. Κάνοντας όνειρα από την αρχή ότι τα Χριστούγεννα θα τα περνούσα μακριά από το σπίτι μου, όπως κάνω τα τελευταία πέντε χρόνια…τι χαζός που ήμουν! Όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο θεός γελάει, αυτό μου είχε διαφύγει.

Βέβαια δεν ήξερα τότε τι σημαίνει κρίση. Δεν είχε μπορέσει ακόμα κανείς να με τρομοκρατήσει και να με κάνει να μαζευτώ στο καβούκι μου σαν σαλιγκάρι. Τότε, στην αρχή του έτους, ήμουν σίγουρος ότι τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων, θα τις περνούσα σε κάποιο κατάλυμα της βόρειας Ελλάδας. Πίνοντας τσίπουρο και δοκιμάζοντας κοκκινιστό κάπρο. Ονειρευόμουν ότι οι κουβέντες μου θα σμίγανε με κάποιου ντόπιου και παρέα μα τα τριξίματα του καιόμενου δρυς, θα τις έπαιρνε η καμινάδα να τις σκορπίσει στην παγωμένη ατμόσφαιρα κάποιας χιονισμένης πλαγιάς.

Αντιθέτως, λοιπόν, όλων αυτών καμώθηκα ότι λεφτά υπάρχουν, απλά τα κρατώ για ώρα ανάγκης η οποία έχει έρθει και δεν το ξέρω! Οι αρβύλες μου βρέθηκαν να τσαλαβουτούν στις γνώριμες, όψιμα, μισογεμισμένες λούτσες του Τράχηλα, ψάχνοντας για τσίχλες και βουνίσια χόρτα. Το μαχαίρι μου δεν βρήκε ποτέ από την τσέπη, αφού μάλλον και τα βοτάνια φοβούνται και δεν βλασταίνουν.

Οι τσίχλες λιγοστές και φτάνοντας στην κορφή, διαπίστωσα ότι τα μόνα πόδια κυνηγού που πατούσαν το βουνό ήταν τα δικά μου. Ξαφνικά ένοιωσα μόνος, ίσως και να σκιάχτηκα μέσα στο ρέμα του Δυπόταμου και έσφιξα το ντουφέκι μου στα χέρια για να πάρω θάρρος. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου και χαμογέλασα πικρά. Έτσι μονάχοι νιώθουνε τα μέλη του συλλόγου μου, αφού η σιωπή και το τίποτα είναι πλέον η βιτρίνα του.

Ο ντενεκεδένιος ήχος από την εξάτμιση ενός τρακτέρ, που δάμαζε την διψασμένη γη στα Αργευτά, μου έφερε στο μυαλό φωτογραφίες από τις περσινές σπορές των βιοτόπων. Τότε που έτρεχαν όλοι να βρουν την κατάλληλη πόζα, για να τους κάνει αθάνατους ο φακός. Άραγε φέτος θα βγάλουμε φρέσκιες; Έμαθα ότι στο ΔΣ άρχισε να ξεχνάει ο ένας την φάτσα του αλλουνού και ότι στον δρόμο μιλάνε στον πληθυντικό! Τι έγινε ρε παιδιά, το κλείσαμε το μαγαζί;

Κάποιοι ξαναμοστράρισαν το μπουφανάκι του συλλόγου και φόρεσαν τα γάντια τα δερμάτινα. Ξέρεις πρόεδρε, αυτά που φορούν όσοι κρατούν τα χαλινάρια, ή, κινούν τα νήματα.

Τα δικά μου κάλαντα για το νέο έτος!

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 4/1/2012.