ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Εντοπιότητας στραβά κι ευτράπελα.

Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.gr

Λέμε ότι το κυνήγι είναι παντού. Είναι παντού και πουθενά, όπως κάθε τι στην ζωή μας. Αν σε απασχολεί, ή σε ενδιαφέρει κάτι, το κουβαλάς πάντα μαζί σου και το ανάποδο όταν σου είναι κάτι αδιάφορο. Σήμερα, για παράδειγμα, συνάντησα το κυνήγι στο ΚΤΕΟ, στο πρόσωπο του καλού μου φίλου του Χριστόφορου. Το κυνήγι και το όψιμο μου πάθος για τον μαγικό, λιλιπούτειο κόσμο των μελισσών.

Κάθε εποχή έχει το δικό της κυνήγι φυσικά και ως επέκταση, οι συζητήσεις πραγματεύονται τα ανάλογα θηράματα. Το κυνήγι της βασίλισσας του βουνού είναι στις επάλξεις, για όσους σέβονται την ημερομηνία έναρξης του, εδώ και λίγες μέρες και είναι λογικό η πρώτη ερώτηση που κάνουμε -εμείς οι παθιασμένοι με δαύτο Συριανοί- είναι αν πήγε και τι έκανε ο συνομιλητής μας. Έτσι ξεκίνησε και η κουβέντα μας με τον Χριστόφορο, με κάποιες μικρές παρενθέσεις όπου γεμίσαμε την αίθουσα αναμονής του ΚΤΕΟ με κυψέλες, βασίλισσες, εργάτριες, κηφήνες και θυμαρίσιο, μυρωδάτο μέλι!

Η κουβέντα μας δεν άργησε να πάρει την ευωδιά της θάλασσας, αφού περδικοκυνήγι, Συριανοί και καΐκια έχουν μια σχέση η οποία δένεται με ισχυρά δεσμά, απίστευτες πλάκες, μεζέδες, μπύρες, ούζα, τσίπουρα και καλό κρασί. Ενίοτε, χρόνια πριν, κάποια κιθάρα σαν του Ζαννή του Μιχάλοβιτς γέμιζε τα κενά του μωσαϊκού του γαλάζιου, του πλεούμενου και των κυνηγών. Απίστευτη εικόνα!

Αυτά τα περδικοκυνήγια, των οποίων κοινωνοί έγιναν, δυστυχώς, και άτομα τα οποία δεν θα έπρεπε να κρατούν τουφέκι, έχουν κατά καιρούς θέσει τα αισθήματα καλής γειτονίας υπό αμφισβήτηση αφενός και αφετέρου, ανέπτυξαν την ξενοφοβία και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε ντόπιους και ταξιδευτές κυνηγούς. Τα θύματα αυτού του ακήρυχτου «πολέμου» δεν είναι άλλα, παρά τα θηράματα, τα οποία αποδεκατίζονται πριν την ώρα τους από ντόπιους με σκοπό το πρώτο ταξίδι των επισκεπτών να είναι και το τελευταίο.

Άλλο ένα σημείο που τέμνονται οι απόψεις μου με εκείνες του Χριστόφορου, είναι ότι αν η αγαπημένη μας Σύρα είχε την δυνατότητα να συντηρεί επαρκή αριθμό περδίκων, ή άλλου ενδημικού θηράματος σε βαθμό που να προσελκύει επισκέπτες κυνηγούς, κάποιοι από εμάς, αν όχι όλοι, θα ξεριζώναμε και τα θυμάρια ακόμα για να μην βρει κανείς τους τίποτα άλλο, παρά καμένη γης! Αυτή η παράλογη λογική, έχει ρίζες στον ανύπαρκτο αυτοσεβασμό τόσο των επισκεπτών, όσο και των ντόπιων.

Κάποια στιγμή, πριν πολλά πολλά χρόνια, η Σύρα είχε αυτή την ευλογία. Να την έχουν στα ταξιδιωτικά τους σχέδια κυνηγοί από το κλεινόν άστυ. Ερχόντουσαν για κυνήγι πέρδικας στην Σύρα την περδικομάνα! Τώρα το που πήγαν οι πέρδικες που έκαναν τα βουνά του νησιού να αντιλαλούν, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Το σίγουρο είναι ότι το κυνήγι έχει παίξει τον τελευταίο ρόλο σε αυτό.

Θυμάται ο Χριστόφορος και γελάει:
«Είμαστε μαζεμένοι στο καφενείο και η συζήτηση δεν ήταν άλλη, παρά το κυνήγι. Τότε το κυνήγι της πέρδικας άνοιγε στις 15 του Σεπτέμβρη, αν και θυμάμαι ότι πιο παλιά το κυνήγι για όλα τα θηράματα άνοιγε από τις 25 του Αυγούστου και ίσως αυτό να είχε ξεχωριστή διαχειριστική αξία, γιατί ο καθένας διάλεγε το θήραμα που του άρεσε και δεν έδινε σημασία για τα υπόλοιπα. Τώρα όλοι κυνηγούν τα πάντα, ένα ένα με την σειρά, κουνέλια, αγριοπερίστερα, ορτύκια, τρυγόνια, λαγοί, πέρδικες, τσίχλες, μπεκάτσες, δέχονται μεγάλη πίεση από μεγαλύτερο αριθμό κυνηγών απ’ ότι αν μπορούσε κάποιος να επιλέξει τι θα κυνηγήσει κάθε φορά.

Σε ένα τραπεζάκι δίπλα μας, κάθονταν μια παρέα άγνωστων που προφανώς άκουγαν τις κουβέντες μας. Κάποια στιγμή ο ένας τους σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μας. «Συνάδελφοι, κυνηγοί είμαστε κι εμείς από την Αθήνα και ήρθαμε να κυνηγήσουμε πέρδικες στο νησί σας. Έχετε κάποιο μέρος να μας προτείνεται για να ρίξουμε καμιά τουφεκιά κι εμείς;» την υπόθεση ανέλαβε να διευθετήσει ο Αντώνης ο Γεωργαλάς. Τους κοίταξε όλους ζυγίζοντας τους, πλησίασε, πήρε ένα άκρως σοβαροφανές ύφος και με έντονο βλέμμα τους είπε: Εγώ θα σας στείλω στον παράδεισο! Θα πάρετε τον δρόμο που πάει…και ξεκίνησε να τους λέει την διαδρομή. Στο τέλος του ταξιδίου, ακούστηκε και ο προορισμός…θα φτάσετε στα Χρούσσα, εκεί είναι το καλύτερο μέρος!»

Η περιοχή είναι καλή κυνηγετικά, αλλά για τρυγόνια και για τσιχλοκότσιφα, πέρδικα δεν υπάρχει κι αν τα τελευταία χρόνια ακούγεται η φωνή της εκεί, αυτό οφείλεται στις αγόγγυστες προσπάθειες των μελών του Δ.Σ. του συλλόγου.

Γελάσαμε κι οι δυο μαντεύοντας το αποτέλεσμα εκείνης της κυνηγετικής εξόδου για τους επισκέπτες. Κουνήσαμε τα κεφάλια μας συμφωνώντας σιωπηρά, καταλήγοντας, άλλη μια φορά, στην κοινή μας άποψη περί αυξημένου ιδιοκτησιακού καθεστώτος των θηραμάτων και των κυνηγότοπων. Πόσες τέτοιες ιστορίες με υποτιθέμενους κυνηγετικούς «παράδεισους» ξέρει ο καθένας μας. Πόσες ελπίδες έχουν πάει στράφι από λάθος (;) πληροφορίες και πόσες μετέπειτα κακές συμπεριφορές έχουν εκδικητική όψη και κρύβουν την οργή των επισκεπτών. Πόσες φορές πατήθηκε μια σκανδάλη βιαστικά για να προλάβει μια άλλη και πόσες φορές κάποιος βάφτισε το λάθος σωστό λέγοντας: Τώρα που βρήκα τα θηράματα, θα πάρω όσα μπορέσω.


Το ποιος έχει δίκιο και ποιος το άδικο δεν είναι ξεκάθαρο, αφού στη γραμμή που τα χωρίζει αυτά τα δυο μετά βίας χωράει η κόψη ενός ξυραφιού. Είναι ένας φαύλος κύκλος, ένα λάθος, αμφίδρομο νταραβέρι μεταξύ ντόπιων και επισκεπτών, το οποίο δύσκολα θα σταματήσει. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να καταλάβουν και οι δυο πλευρές ότι κακό δεν κάνει ο ένας στον άλλον παρά μόνο στο ίδιο το θήραμα και το κυνήγι που τόσο αγαπούν. 

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 29/10/2014.