ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Το δίκαννο του θείου Αφρού.



Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com

Όταν το ένστικτο του κυνηγού υπάρχει σε έναν άνθρωπο, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα που θα εκδηλωθεί. Ακόμα κι αν στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον δεν υπάρχει η εικόνα του κυνηγού, μια σφεντόνα αρκεί να δώσει το έναυσμα και ένα δίκαννο να ολοκληρώσει το όνειρο. 

Μ’ αρέσει να λέω ότι οι Κυκλάδες είναι μια μικρή γειτονιά. Ουσιαστικά αν το καλοσκεφτείς,  βάση της παγκοσμιοποίησης και βάση του ότι φτερνίζεται ένας Αμερικανός και παίρνει ένας Έλληνας αντιβίωση, ίσως οι δεσμοί που κρατούν τους ανθρώπους ενός τόσο μικρού χώρου να είναι πιο ισχυροί από μια απλή γειτονία!

  Μες το κατακαλόκαιρο, λοιπόν, δέχτηκα μια ευχάριστη επίσκεψη από ένα ζευγάρι Ανδριωτών γειτόνων, και κάτι παραπάνω, του Δημήτρη και της Νατάσσας. Εν τω Μέσω του κονιορτού που σηκώνουν τα μέτρα, που σαν βόμβες πέφτουν γύρω του, ο Έλληνας ψάχνει ευκαιρία για να ξεχαστεί και να στήσει ένα μικρό τσιμπούσι. Να «βρέξει» την χαρά του όπως παλιά!

Η θέα απεριόριστη προς το Αιγαίο και τους υπόλοιπους γείτονες, το μαγαζί φιλόξενο και, λόγω της κρίσης, μόνο για πάρτη μας. Οι μεζέδες μοσχοβοληστοί, οι μπύρες παγωμένες κι η διάθεση στο ζενίθ. Οι γυναίκες έβγαλαν τις λίμες και τα φτυάρια τους κι εμείς τουφέκια, μαχαίρια, φυσίγγια και βουρ για το βουνό! Με τα λόγια, γιατί η περίοδος ακόμα δεν μας επιτρέπει να μυρίσουμε την παραισθησιογόνα μυρωδιά του καμένου μπαρουτιού.

Ο συνκυνηγός μου δεν άργησε να πάει την κουβέντα στα παλιά, τόσο παλιά που εγώ άφησα, ως συνήθως, το μυαλό μου να τρέχει και κρεμάστηκα από τα χείλη του!

«Κυνηγός δεν γίνεσαι, γεννιέσαι» είπε ο φίλος μου ξεκινώντας την κουβέντα, αιτιολογώντας τον λόγω που ενώ δεν υπήρχε ποτέ όπλο στο σπίτι του, αυτός ήταν πάντα με μια σφεντόνα, ή, ένα τόξο στα χέρια. Συμφώνησα με το απόφθεγμα του Δημήτρη αφού η λέξη «όπλο» στο σπίτι μου ήταν απαγορευμένη και έκανε τα μάτια του συγχωρεμένου του πατέρα μου να ανοίγουν διάπλατα. Εγώ θυμήθηκα τον θείο Στράτο με το φλόμπερ, που ερχόντανε κάθε πρωί του Σεπτέμβρη στην αυλή να απαγκιάσει το αγιάζι και γινόντανε η αιτία να «τις φάω» από την κυρά Μαριγώ που δεν ήθελα να πάω σχολείο, αλλά για κυνήγι μαζί του.

Ο Δημήτρης ξεκίνησε να μου λέει την δική του μύηση στον κόσμο των μεγάλων λειόκαννων, προβάλλοντας μαζί την εφευρετικότητα των πιτσιρικάδων όλου του πλανήτη όταν θέλουν να πάρουν αυτό που έχει πλημμυρίσει το μικρό μυαλό τους και έχει μετατρέψει τον ρυθμό της αθώας καρδιάς τους σε ποδοβολητό αλόγων.

«Είχα έναν θείο, τον φώναζαν Αφρό, που έμενε Αμερική και το σπίτι που είχε στο νησί ήταν κάποια χιλιόμετρα μακριά από το δικό μας. Το προσωνύμιο «Αφρός» του το είχαν δώσει απ’ όταν ήταν μικρός, γιατί σε κάθε μπαγαποντιά που έκανε πάντα έβγαινε στον αφρό και αθώα περιστερά! Εκείνος, λοιπόν, ο Αφρός, ερχόντανε μια φορά τον χρόνο κάθε Απρίλη που το κυνήγι ήταν κλειστό. Κάποια στιγμή στην ντουλάπα του, πήρε το μάτι μου ένα δίκαννο το οποίο χαίρονταν η ναφθαλίνη! Οι μέρες της παραμονής του τελείωναν κι εμένα η σκέψη του να κρατήσω το όπλο στα χέρια μου, γίνονταν όλο και πιο έντονη. Το πρωί έφευγε για την Αθήνα κι εγώ έψαχνα τον τρόπο που θα με έφερνε τετ α τετ με το αντικείμενο του πόθου μου. Η πίσω πόρτα του σπιτιού είχε επάνω το κλειδί κι εγώ δεν άργησα να το βάλω στην τσέπη!

Αποχαιρετήσαμε τον θείο Αφρό και ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που δεν στεναχωρέθηκα.  Η επόμενη μέρα άργησε να έρθει αφού η προσμονή μου, έκανε τους δείκτες του ρολογιού να προχωρούν σαν συνταξιούχοι σε πρωινή Κυριακάτικη βόλτα στο μουράγιο του Κορθίου.

 Κοίταξα γύρω μου, ως είθισται από έναν κλέφτη, έβαλα το κλειδί στην πόρτα παρακαλώντας να μην έχει άλλη ασφάλεια που δεν είχα δει και γλίστρησα μέσα. Φυσικά η παρομοίωση μου με κλέφτη δεν θα μπορούσε να ήταν πιο εύστοχη, αφού δεν είχα την συναίνεση κανενός γι’ αυτό που έκανα, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα που λένε. Δεν άργησα να βγω με το δίκαννο στα χέρια σαν θριαμβευτής με περασμένη μια ζώνη φυσίγγια, σαν τον Παπαφλέσσα, στο στήθος.

Ήταν μεγάλη η απόσταση που θα χρειαζόμουν για να επιστρέψω το όπλο στην θέση του, όντας κυνηγώντας κοντά στο σπίτι μου, γι’ αυτό και έψαξα να βρω μια λύση που θα μου επέτρεπε να απολαύσω τον καρπό του…κόπου και της ευστροφίας μου περισσότερο. Μια σπηλιά σε έναν βράχο, που λειτουργούσε σαν καταφύγιο στα κατσίκια μας τον χειμώνα, θα φιλοξενούσε το εργαλείο που μου εξασφάλισε μια θέση στην κόλαση, μικρό παιδί. Μια λινάτσα και μια μεγάλη σακούλα προστάτευαν το όπλο από την αζωτούχα κρυψώνα που δεν ήταν άλλη, από τις σωριασμένες κοπριές των ζώων.

Οι άκαρπες έξοδοι είχε έρθει η ώρα να πάψουν το σερί τους. Μια πέρδικα που αυτομόλησε μπροστά μου ήταν το πρώτο θήραμα που έχω στο ενεργητικό μου με μεγάλο λειόκαννο. Επέστρεψα το όπλο στην θέση του, ο Θεός να την κάνει, και με την πέρδικα στα χέρια έτρεξα στο σπίτι. Μια σκέψη χάραξε το μυαλό μου σαν αστραπή: που είχα βρει την πέρδικα; Τι θα έλεγα της μάνας μου; Κανείς δεν ήξερε ότι εγώ είχα στα χέρια μου το όπλο του θείου Αφρού κι αν το μάθαιναν οι γονείς μου η τιμωρία θα ήταν βαριά και...επίπονη! Άρχισα, λοιπόν, να τρέχω και να κατεβαίνω δυο δυο τα σκαλιά για το σπίτι φωνάζοντας την μάνα μου. Κοίτα μάνα τι βρήκα! Η απάντηση ήταν έτοιμη και επιμελώς φτιασιδωμένη. Έπεσε από ένα αυτοκίνητο ενός κυνηγού!!!»

Την κατάληξη δεν την άκουσα ποτέ, αφού ένα ποτήρι στον αέρα περίμενε να ασπαστεί τα δικά μας και η διαβεβαίωση από τις «άκαπνες» της παρέας -ότι τις είχαμε ξεπεράσει στο κους κους- άλλαξε το αντικείμενο της κουβέντας. Η μύηση ενός πιτσιρικά με το κυνήγι, η πρώτη τουφεκιά, το πρώτο θήραμα, η μυρωδιά του καμένου μπαρουτιού, θα είναι πάντα μέσα στο μυαλό μου τόσο συγκινητικές στιγμές, τόσο αθώες, τόσο ιερές, όσες παραβιάσεις του νόμου κι αν έχουν διαπράξει.

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 24/7/2013.    

Δεν υπάρχουν σχόλια: