ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Για τρυγόνια...στον γάμο του Καραγκιόζη.



Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com

Δεν μου αρέσουν μόνο οι ιστορίες που έχουν χάπι εντ. Μπορώ να πω ότι ταξιδεύω περισσότερο με μια ιστορία που το τέλος της αφήνει μια πικρή γεύση, ένα ερωτηματικό, η, πολλά μονοπάτια για όποιον αποφασίσει να την τελειώσει μόνος του. Παρακολουθώντας τα DVD κυνηγετικού περιεχομένου, πίσω από κάθε επιτυχημένη ντουφεκιά, ακούω πόσες ακόμα στον γάμο του Καραγκιόζη. Ακούω ακόμα και τους απαραίτητους χαιρετισμούς που τις συνοδεύουν, με το γνωστό «μπιπ» να προσπαθεί να πάρει την θέση τους. Ίσως αυτά που ακούω αλλά δεν βλέπω να είναι η απτή απόδειξη ότι το κυνήγι τελικά, όταν δεν ασκείται με μοναδικό σκοπό την κάρπωση, δεν είναι το απαύγασμα πασών των δολοφονιών, όπως θέλουν να προβάλουν κάποιοι.

Η παρακάτω ιστορία που θέλω να μοιραστώ, αν είχα την δυνατότητα να την μεταφέρω στο γυαλί, ίσως να μην είχε τίποτα άλλο να επιδείξει από αυτά τα «μπιπ», αφού ήταν η μέρα που η Άρτεμις επέλεξε να παίξει με τα νεύρα και την υπομονή μου. Φυσικά δεν ήταν μόνο η θεά που αποφάσισε να με «κάψει» εκείνο το πρωί, αλλά κι ο μπάρμπας στο απέναντι καρτέρι που αποδείχθηκε τελικά, ότι το ντουφέκι δεν το κρατούσε για πλάκα και ότι κατείχε καλά το θέμα της σκόπευσης!
 
Το τρυγόνι είναι ένα από τα θηράματα με τα οποία παθιάζομαι, αν και δεν θα μπορούσε κάποιος να με χαρακτηρίσει τρυγονοφάγο, αφού αφενός είμαι ολιγαρκής και αφετέρου, δύσκολα αποφασίζω να τα πάρω στο κατόπι μετά τα πρωινά περάσματα τους. Εντάξει περπατώ, ας μην τα παραλέμε, αλλά όχι τόσο ώστε να φτάσω αρκετούς άλλους που το όνομα τους είναι στην ίδια λίστα με αυτό του Βέγγου. Ας μην ξεχνάμε ότι η λέξη περπάτημα, εδώ στα ηλιοκαμένα και κακοτράχαλα νησάκια μας, έχει άλλη βαρύτητα.

Ήταν μια εποχή που σχεδόν κοιμόμουν με το ντουφέκι αγκαλιά. Όλο το βράδυ πάλευα στον ύπνο μου με τα κοπάδια των τρυγονιών που με περιτριγύριζαν και με έκαναν να ξυπνάω εγώ το ξυπνητήρι! Ήμουν ο πρώτος που έφτανε στο σκινάρι μπροστά στην διασταύρωση στο Αργευτό και περίμενα τους υπόλοιπους να πούμε καμιά κουβέντα και να λουφάξουμε στο καρτέρι του ο καθένας, περιμένοντας κι ελπίζοντας ότι η σημερινή θα είναι η καλή μέρα από τις τόσες που είχαμε ανταλλάξει. 

Εκείνο το ξημέρωμα η Γυάρος φεγγοβολούσε από τις αστραπές, ενώ κάποια σποραδικά σύννεφα προσέφεραν κρησφύγετο στα αστέρια και τροφή για ευοίωνα σχόλια και εικασίες. Ήταν μπουράσκα! Η βούλα για το τι επρόκειτο να διαδραματιστεί μόλις το γλυκοχάραμα έσβηνε το μαύρο στον ορίζοντα, μπήκε με τα κραξίματα των τρυγονοσουρτών, τα βιαστικά χαμηλά φτεροκοπήματα και τον ήχο του αέρα που έσκιζαν στην προσπάθεια τους να βρουν το κατάλληλο κλαράκι για να ξαποστάσουν. Ναι ήταν αλήθεια, είχαν έρθει, ήταν εκεί. Δεν μίλησε κανείς, όλοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Γυρίσαμε τις πλάτες ο ένας στον άλλον, κι ανοίξαμε βήμα για το καρτέρι μας. Συντροφιά μέχρι εκεί είχα την καλύτερη μουσική υπόκρουση του κόσμου, τα φτερά των τρυγονιών που με έκαναν να κοιτάζω συνεχώς ψηλά, λες και το μονοπάτι οδηγούσε στον Θεό. Που ξέρεις, μπορεί. Με τίποτα δεν πίστευα ότι είχα αρχίσει να κατεβαίνω τα σκαλιά της κόλασης!

Στρογγυλοκάθισα στην πέτρα που σήμερα μου φάνηκε ιδιαίτερα σκληρή. Ήθελα να σηκωθώ και να φωνάξω  «Ήρθαν μωρέ, τ’ ακούτε; δεν μας ξέχασαν». Το ρίγος στο κορμί μου έκανε βόλτες πάνω κάτω και η αδρεναλίνη έρρεε στο αίμα μου σε απίστευτα μεγάλες ποσότητες. Η θήκη του όπλου είχε ήδη απομακρυνθεί και το φυσέκι ήταν το μισό μέσα στην θαλάμη. Το δεξί μου πόδι χτυπούσε σαν κομπρεσέρ και το λαμπάκι απ’ το ρολόι μου αναβόσβηνε κάθε λεπτό. «Τι διάολο σήμερα, γιατί δεν ξημερώνει; 5 έχει πάει!». Ο Πλάστης όμως εδώ και χιλιάδες χρόνια έχει ορίσει άλλη ώρα στον ήλιο να καβαλάει τα βουνά. Αυτό το πήγαινε έλα από όλες τις κατευθύνσεις με είχε κάνει τρελό. Από την μια να χαίρομαι κι από την άλλη να σκάω απ’ το κακό μου γιατί δεν θα καθόμουν σε όλο το πάρτι. Μόλις άναβε το γλέντι έπρεπε να πάω για το μεροκάματο, την φτώχια μου!

  Το καρτέρι απέναντι δεν είχε ένοικο ακόμα κι οι αμφιβολίες που μου έκαναν παρέα εδώ και ώρα για την εξασφάλιση των ιδανικότερων συνθηκών, με έκαναν να σκέφτομαι μήπως έπρεπε να μετακομίσω. Το χέρι μου άφησε τον σάκο ξανά δίπλα μου όταν ακούστηκε ένας ξερόβηχας, ο οποίος τρόμαξε ένα τρυγόνι που είχε κάτσει στην κορφή της αρεφτιάς που ήταν δίπλα. «Μην βήχεις χριστιανέ μου και τα διώχνεις. Αμάν και πως κάναμε για να έρθουν!» σκέφτηκα και άρχισα, αφού δεν είχα άλλη επιλογή πλέον, να βρίσκω τα προτερήματα που είχε το καρτέρι μου.
   
Το φως αν και αδύναμο ακόμα, μου επέτρεπε να δω απέναντι και να ξεχωρίσω ότι ο γείτονας τα είχε τέσσερα (!) αφού οι φακοί από τα γυαλιά του αστραποβολούσαν κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι του. Τα φτεροκοπήματα είχαν καταλαγιάσει, δεν άκουγες κιχ. Το όλο σκηνικό θύμιζε την ηρεμία που επικρατεί πριν ξεσπάσει η θύελλα. Δεν είχαν φανεί ακόμα οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, που μοιάζουν σαν χέρια να σφιχταγκαλιάζουν το βουνό σ’ αυτήν την αέναη προσπάθεια που κάνει κάθε πρωί να σκαρφαλώσει τις πλαγιές, όταν ακουστήκανε οι πρώτες ντουφεκιές και πλημμύρησε ο τόπος τρυγόνια! «Εδώ είμαστε» είπα και πήρα ανάλογη στάση στο καρτέρι για να είμαι έτοιμος. 

Ο μπάρμπας απέναντι κάθονταν ήρεμος και απολάμβανε το πρωινό. Τα τρυγόνια περνούσαν από όλες τις κατευθύνσεις μπροστά του κι αυτός ατάραχος χάιδευε το διπλό που είχε στα πόδια του, λες και το είχε φέρει βόλτα. «Πάνω σου μάστορα» του φώναξα, αλλά αυτός δεν μπορούσε να τα δει. Ήταν πρωί ακόμα και τα μάτια του, αν και τέσσερα, δεν τον βοηθούσαν. Εγώ, τι εγώ; Έκανα τον τροχονόμο στον μπάρμπα, αριστερά, δεξιά, πάνω, κάτω, μπροστά, πίσω κ.ο.κ. είχα γδάρει τον λαιμό μου απ’ τις φωνές. «Μα τι στα κομμάτια, εγώ δεν θα ρίξω σήμερα;» μονολόγησα, συνεχίζοντας «Που να περάσουν από εδώ, ξέρουν ότι όταν το σηκώσω είναι τέλος, γι’ αυτό περνάνε από απέναντι που δεν τα βλέπει ο παππούς».

Μεγάλο λόγο είπα και το Βατερλώ μου δεν άργησε να έρθει! Σαν τον λυσσασμένο στεκόμουνα όρθιος στο καρτέρι και οι άδειοι κάλυκες κατρακυλούσαν στα βράχια ο ένας μετά τον άλλον, λες και δεν είχα καραμπίνα, αλλά μυδράλιο. Θηράματα μηδέν! Η ώρα περνούσε και ήδη είχα παραβεί τον χρόνο αναμονής μου εκεί κατά δέκα βασανιστικά λεπτά. Το χέρι μου μηχανικά άρπαζε τα φυσίγγια από την ζώνη κι ο δείκτης πίεζε την σκανδάλη με πιότερο πείσμα. Του κάκου! Ξαφνικά κατάλαβα ότι όλες οι θήκες ήταν άδειες. Ξέμεινα από φυσίγγια και δεν είχα καταφέρει να δω από κοντά τι χρώμα έχουν τα φτερά του. Το ρολόι έτρεχε, κι αυτό κόντρα μου πήγαινε εκείνο το πρωί. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Έσκυψα το κεφάλι μου, παραδέχτηκα την κατά κράτος ήττα μου, υποκλίθηκα στην σκοπευτική δεινότητα του μάστορα απέναντι, ο οποίος παρεμπιπτόντως μόλις ξημέρωσε για τα καλά ήταν φωτιά σκέτη, θύμιζε Τζον Γουέιν σου λέω, και σύρθηκα μέχρι το αυτοκίνητο μου. 

Ο δρόμος της επιστροφής έμοιαζε ατελείωτος, αφού φαίνονταν παράξενο σε όλους ότι κάποιος φεύγει στην μέση του γλεντιού και όλοι ρωτούσαν. «Νικόλα που πας τόσο νωρίς;» «Έχω να πάω στην δουλειά, δεν μπορώ να κάτσω άλλο, ήδη άργησα» αποκρινόμουν και άνοιγα το βήμα μου για να αποφύγω τα χειρότερα, αμ δε! «Πόσα έκανες;» η ερώτηση ακούγονταν σαν έκρηξη στο κέντρο του μυαλού μου. Έγνεφα με το χέρι «θα τα πούμε άλλη ώρα». Πάντα πιστεύω ότι είναι προτιμότερο ένα έντιμο όχι, από ένα ένοχο ίσως, αλλά εκείνη την στιγμή δεν είχα κουράγιο να μιλήσω, δεν έβγαινε η φωνή μου βρε αδερφέ! Έβγαλα την ζώνη και την έκρυψα στον σάκο μου, για να μην φαίνεται το πειστήριο της...γιαουρτοσύνης μου.

  Σωριάστηκα στην θέση του οδηγού και με τρεμάμενα χέρια έβαλα μπροστά να φύγω. Το τζάμι άνοιξα να πάρω μια ανάσα κι οι φτερούγες από τον σατανά που πέρασε στα δυο μέτρα δίπλα μου, με έκοψαν στη μέση. Τι μέρα μου φύλαγες Μεγαλοδύναμε; Ήταν τόσο δυνατό το αίσθημα αδικίας που με διακατείχε, που ήμουν σίγουρος ότι ξόφλησα την μέρα εκείνη της αμαρτίες που θα κάνω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Έτσι είναι όμως αυτά. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Και είναι υπόχρεος να τους ακολουθεί όποιος αξιώνει να λέγεται σωστός παίκτης. Πρέπει να ξέρεις να κερδίζεις, αλλά η μαγκιά είναι να ξέρεις να χάνεις. Να σκύβεις το κεφάλι, να κάνεις τον σταυρό σου και να ελπίζεις για το αύριο. Να χαίρεσαι που εσύ έχασες, αλλά κέρδισε το κυνήγι. Γιατί κάθε μικρή δική σου ήττα μιας άγονης μέρας, είναι μια μεγάλη νίκη για εκείνο και όλα αυτά τα ζωντανά που εξασφαλίζουν τον σκοπό της συνέχισης του παιχνιδιού εδώ και χρόνια. 

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 3/7/2013.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Άλλο τέτοιο κακό να μην σε ξαναβρεί φίλε μου !!!Ούτε στον χειρότερο εχθρό δεν το εύχομαι.Τηνιακός