Ετυμολογικά τo πρώτο συνθετικό της λέξης «Νεοέλληνας», σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει!
Νέο, καινούριο, διαφορετικό, μακριά απ’ το σύνηθες και τετριμμένο. Αυτό που αποπνέει αέρα φρεσκάδας, αποβάλλοντας τον ταγκό αέρα του παρελθόντος και, δυστυχώς, είναι αυτό που κατ’ επέκταση σφυροκοπά ασύστολα εδώ και χρόνια τις παραδόσεις μας.
Νεοελληνική συνήθεια πλέον, είναι και η μεγάλη φυγή που πραγματοποιείται τις μέρες των εορτών από την εστία της οικογένειας. Αναζωογονητικές εκδρομές ανταλλάσουν μερίδα πληθυσμού από την μια άκρη της πατρίδας μας στην άλλη, σαν να επρόκειτο για ανταλλαγή αιχμαλώτων! Όλοι οι εκδρομείς ψάχνουν το «κάτι άλλο», το άγνωστο. Αυτό που θα τους αλλάξει παραστάσεις στο κουρασμένο μυαλό από την καθημερινότητα.
Δυο τέτοια ζευγάρια νεοελλήνων μετά των τέκνων τους, αποφάσισαν να επισκεφτούν την Βόρεια Ελλάδα, για να γνωρίσουν την άγνωστη πατρίδα. Τις φυσικές ομορφιές, οι οποίες έχουν γίνει αιτία να σπαταληθούν πολλές συγγραφικές ώρες, πολλά κιλά μελάνι και χιλιάδες κόλλες χαρτί. Να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι το αγκάλιασμα της φύσης, που η κυνηγετική πένα έχει προσπαθήσει άπειρες φορές να αποτυπώσει.
Τα GPS οδήγησαν τα αυτοκίνητα στο στίγμα 40ο 20΄23,10¨Β 22ο 24΄19, 10¨Ε. Το όνομα του χωριού συνώνυμο της λεπτότητας και της ελευθερίας. Η ντελικάτη και πεισματάρα σύντροφος της Άρτεμης. Ένας τόπος μέσα στα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας. Το μέρος που κυνήγησε ο βασιλιάς Φίλλιπος, ο πατέρας εκείνου που κράτησε στα χέρια του την Σάρισα, που κατάφερε να δαμάσει τον Βουκεφάλα και που μας κάνει ακόμα και σήμερα περήφανους για το μυαλό, την δύναμη του χαρακτήρα του και την μεγάλη Ελλάδα που είχε καταφέρει να δημιουργήσει.
Η πρώτη εικόνα του χωριού, με 2 μόνιμους κατοίκους, προκάλεσε δέος σε μικρούς και μεγάλους. Χωμένο μέσα σε δρυς, καρυδιές και καστανιές. Περικυκλωμένο από γάργαρα νερά που ξεδιψούν τα άγρια και τα πουλιά της περιοχής. Ο ήχος του κινητήρα των αυτοκινήτων, άχαρος και αταίριαστος με την μελωδία των φύλλων που τα έσερνε ο αέρας, το κελαΐδισμα των κοτσυφιών και των κραχτόπουλων που τους προϋπαντούσαν αλλάζοντας κλαριά, ακολουθώντας την πορεία των ξένων σαν άλλοι πράκτορες. Η δηλητηριώδη ανάσα των εξατμίσεων πνίγηκε από το παγωμένο οξυγόνο, που τους στέγνωσε τα πνευμόνια και τους κοκκίνισε τα μάγουλα. Λες και ντράπηκαν όλοι για την μόλυνση που κουβαλούσαν μαζί τους σ’ αυτόν τον παρθένο τόπο.
Το τζάκι, το ζεστό καλωσόρισμα της Γιώτας και του Χρήστου σε συνδυασμό με το Μακεδονίτικο μυρωδάτο τσίπουρο, ζέσταναν τα παγωμένα χέρια τους και κυκλοφόρησαν το αίμα τους γρήγορα. Οι άντρες, κυνηγοί γαρ, έκθαμβοι κοιτούσαν τα καταπληκτικά κυνηγοτόπια, όπως κοιτούν οι πιτσιρικάδες τα λαμπερά ποδήλατα στις βιτρίνες, κουνώντας το κεφάλι τους άφωνοι, ξεφυσώντας τον καπνό από τα στριφτά τσιγάρα σαν δράκοι απ’ την μύτη. Ο δασικός δρόμος έξω από τα δωμάτια ήταν κατάμεστος από ίχνη κάπρου που, ερχόμενος από την πηγή του Μπέμπη, χάθηκε απότομα στρίβοντας αριστερά μέσα στο δάσος.
Η συνάντηση με κάποιον συνάδελφο δεν άργησε, όταν στο χωριάτικου στιλ μικρό εστιατόριο, εισέβαλε ο αρχηγός! Ένας άντρας γύρω στα 65 με περπάτημα βαρύ, βλέμμα λύκου, καρδιά αρκούδας και μυαλό κάπρου! Ντυμένος ακόμα με το πορτοκαλί γιλέκο, δώρο του Συλλόγου του για την νέα σαιζόν. «Αυτός δεν ήταν στο πέταλο παρακάτω όταν ερχόμασταν;» ρώτησε ο ένας τον άλλον χωρίς να απαντήσουν, ήταν σίγουροι.
Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, χειραψίες και ευχές για τις ημέρες, δεν άργησαν να ακουστούν οι πρώτες κυνηγετικές ιστορίες. Σηκώνοντας το καπέλο του, πρόβαλε το άτριχο μέρος της κεφαλής του λέγοντας: «Όσες τρίχες μου λείπουν, είναι και τα κυνήγια που έχω κάνει σ’ αυτούς εδώ τους τόπους». Τα λόγια σε συνδυασμό με το ύφος και το βλέμμα του, δεν άφησαν περιθώρια και στους δυο για να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι το κυνήγι του κάπρου το είχε σπουδάσει και είχε απολυτήριο με άριστα! «Τούτος εδώ που βλέπετε, είναι αρχηγός στην μια από τις δυο παρέες που κυνηγούν στην περιοχή μας» είπε ο Χρήστος. Τα μάτια των δυο ξένων έλαμψαν και μεγάλωσαν οι κόρες τους. Ο σωστός άνθρωπος την σωστή στιγμή, πάνω στην ώρα σαν να λέμε.
«Θα σας πάρω μια μέρα μαζί μου» είπε και τους πάτησε ακριβώς εκεί που πονούσαν. Ποτέ δεν έτυχε κανένας από τους δυο να έχει τέτοια εμπειρία στο παρελθόν. «Ξέρω ότι οι γουρουνοπαρέες δεν δέχονται εύκολα ξένους, δεν θέλουμε να σου δημιουργήσουμε πρόβλημα» είπε ο ένας από τους δυο με κρύα καρδιά, ενώ μέσα του πετούσε από την χαρά του και έσπρωχνε τον άλλον με το πόδι του κάτω από το τραπέζι. «Εγώ κάνω κουμάντο» είπε ο αρχηγός και σήκωσε το παγωμένο ποτήρι μπύρα (!), για να πιει στην υγειά τους. Έξω το θερμόμετρο έδειχνε 3 βαθμούς, πάνω από το 0.
Οι μέρες κυλούσαν, όπως κυλούσε και η κερασμένη μπύρα στο ποτήρι του αρχηγού, από τους ξελιγωμένους επισκέπτες. Κυλούσαν και οι ιστορίες κάθε βράδυ, η μια πίσω από την άλλη. Το οινόπνευμα χαλαρώνει τα ήθη λέει η ρήση και ο αρχηγός, τους μολογούσε κι ένα «κατόρθωμά» του σε κάθε γουλιά. Τι αρκούδες σκοτωμένες μολόγησε, τι νυχτερινά καρτέρια πάνω σε ένα δέντρο ειδικά διαμορφωμένο με τέσσερεις σκάλες – μια από κάθε μεριά - τι φακοί, τι ότι κάθε μέρα είναι γιορτή, κτλ κτλ! «Ότι κινείται στο σκοτάδι και δεν καπνίζει…μπαμ!» τους είπε ένα βράδυ κάνοντας τους να χαμογελάσουν από αμηχανία, ενώ τραβούσαν τα τσίπουρα σαν νερό, για να μπορέσει η καρδιά τους ν’ αντέξει την σκληράδα του. Άναυδοι οι δυο άπειροι ξένοι, τον κοιτούσαν σαν να έβλεπαν τον Γιαγκούλα. «Τι είναι αυτός ρε» ψέλλισε μετά από κάποια λεπτά από την αποχώρηση του ο ένας κι άλλος κούνησε το κεφάλι άφωνος.
Η μεγάλη έκπληξη, τους περίμενε την επόμενη μέρα όταν εκείνος, τους είπε ότι μέχρι το 1989 ήταν θηροφύλακας (!) αλλά παραιτήθηκε γιατί τ’ αδέρφια του που τους άρεσε το κυνήγι – εκ των οποίων ο ένας παπάς – γίνονταν στόχος δυσμενών σχόλιων από άλλους κυνηγούς, γιατί πότε το ένα και πότε τ’ άλλο.
«Δεν φοβάσαι μην τυχών και σε πιάσουν» ρώτησε ο ένας. « Χιλιάδες δέντρα έχει η περιοχή και με ξέρουν όλα, κάποιο θα δεχτεί να με κρύψει!» απάντησε με απάθεια εκείνος.
Οι μέρες πέρασαν και ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Σε κανένα κυνήγι κάπρου δεν έκαναν καρτέρι οι δυο ξένοι. Κανένας κυνηγότοπος από αυτούς που τους υπέδειξε ο αρχηγός, δεν μπόρεσε να σταθεί αντάξιος των προσδοκιών τους, μιας και ήταν του «φτερού» κι όχι τις «τρίχας» και ήθελαν απλά να ρίξουν μια τουφεκιά σε άλλον τόπο για την τιμή των όπλων που κουβαλούσαν για 530 χιλιόμετρα. Στο μυαλό τους θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη, μόνο, η εμπειρία από τα νωπά ίχνη του κάπρου στο βρεγμένο χώμα του δρόμου, τα λερώματα του λαγού πάνω στα πεσμένα φύλλα του δρυ, οι πατούσες του λύκου που τους έκαναν να αλλάξουν φυσίγγια στις θαλάμες των όπλων τους, το βλέμμα του γερόλυκου αρχηγού, που σου έκανε μαγνητική τομογραφία μέσα σε δευτερόλεπτα, όσο να πιει μια γουλιά παγωμένη μπύρα, βρίζοντας τον τεμπέλη αλλοδαπό γαμπρό του και η γουρουνοπαρέα την ώρα της αναχώρησης. Καθισμένη στην άκρη του δρόμου γύρω απ’ την φωτιά που έσπαγε την πρωινή ομίχλη και που στην σύνθεση της, είχε άτομα νεαρής ηλικίας. Τι να τους μαθαίνει άραγε!
Στο μυαλό εκείνου, του αρχηγού, ίσως μείνει το βαρύ ζεϊμπέκικο που χόρεψε ο ένας νότιος το βράδυ των Χριστουγέννων στο γλέντι, στο εστιατόριο του Χρήστου και της Γιώτας.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 16/2/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου