ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Χαράματα στο Βόλακα.


Της Πέγκυ Σ. Στεργίου.

Η Κυνηγετική εμπειρία γίνεται τελετή αφήνοντας βαθιά σημάδια στην μνήμη όσων την έχουν ζήσει. Μια τελετή που "ενσωματώνει" αρμονικά τον άνθρωπο με την φύση, ακολουθώντας παραδόσεις χιλιάδων χρόνων.

Η μέρα του κυνηγιού ήταν μια μέρα που δεν έμοιαζε καθόλου, μα καθόλου με τις υπόλοιπες άλλες του παιδικού και ανήλικου βίου μου. Μάλλον η παραμονή της μέρας του κυνηγιού δεν είχε τίποτε το κοινό με τις παραμονές των άλλων ημερών.

Σαν έπεφτε το σούρουπο, ο πατέρας έσκυβε με τις ώρες πάνω από το ραδιόφωνο με το αφτί τεντωμένο. Έκανε απιστίες στο Τρίτο Πρόγραμμα, παραγκώνιζε τις άριες και τις bel canto  συγχορδίες και συντόνιζε τη βελόνα στο μετεωρολογικό δελτίο. « Να ακούσουμε τον καιρό για αύριο, εγώ εντάξει, αλλά το παιδί να ντυθεί πιο ζεστά» έλεγε στη μητέρα.
Όταν η μεταλλική, μπάσα φωνή του μυθικού εκφωνητή «…καιρός νεφελώδης, μετά τινών καταιγίδων…» μας έδινε το στίγμα του καιρού που θα έφερνε η καινούργια μέρα, τότε έπεφτε μια σιωπή κατανυκτική.
Άκουγα μόνο ένα ξερό χρατς-χρατς που ομολογούσε ότι ο πατέρας δίπλωνε και έσκιζε προσεκτικά, με ένα μαχαίρι, φύλλα από παλιές εφημερίδες. Αυτά τα τετράγωνα φυλλαράκια, με όλες τις ειδήσεις του κόσμου αραδιασμένες επάνω τους, θα ξάπλωναν, το ένα πάνω στο άλλο, σε ένα μεγάλο, ατόφιο φύλλο εφημερίδας (συνήθως αυτό με τα κοσμικά..) το οποίο θα διπλώνονταν, θα δένονταν με κίτρινο σπάγκο και έμπαινε στη πλαϊνή θέση στη καστόρινη κυνηγητική τσάντα του πατέρα. « Για ώρα φυσικής ανάγκης, στο βουνό θα είμαστε..» έλεγε πάντα.
Μετά έρχονταν οι πληθωρικές, μακρόστενες, λευκές καραμέλες «αστακός» με τη στρουμπουλές κοιλίτσες τους γεμάτες μαλακή, πεντανόστιμη πραλίνα. Έμπαιναν σε χάρτινο σακουλάκι και, αν έμενε χώρος, στριμώχνονταν μαζί τους και μια χούφτα γάλακτος ΝΑΣΚΟ, με τη θεϊκή βελούδινη γεύση. Αυτές αναπαύονταν στο πάτο της τσάντας, αφήνοντας ευγενικά χώρο για το τσίγκινο παχουλό παγούρι με τον καυτό ελληνικό καφέ με γάλα και μπόλικη ζάχαρη αλλά και για το γυάλινο μπουκάλι με το πισκοπιανό νεράκι. Στην άκρη-άκρη θα κούρνιαζαν δυο φέτες ψωμί με θρεψίνη, την αγαπημένη αρωματική σταφυλόκρεμα του κολατσιού.
Αφού τέλειωναν οι ταπεινές, περί την ευωχία, ετοιμασίες, ήξερα ότι το εωθινό εγερτήριο απαιτούσε άμεση κατάκλιση και περίσσια ανάπαυση, άρα άλλη λύση δεν είχα από το να υποδεχτώ, πειθήνια, τον Κύριο Ύπνο.

Στο διπλανό από τη κουζίνα δωμάτιο, ο πατέρας άνοιγε το ραδιόφωνο στο «Θέατρον της Δευτέρας» ή στις βραδινές εκπομπές «Το θέατρο στο μικρόφωνο του κυρίου Αχιλλέα Μαμάκη» και καθισμένος στο σκαμνί του, γέμιζε με υπομονή τα φυσέκια του. Δεν θυμάμαι τη διαδικασία άλλα έχω καταγράψει, στην μνήμη της όσφρησης και της ακοής, το στεγνό άρωμα μπαρουτιού να ντύνεται με την αισθαντική φωνή του κυρίου Αχιλλέα Μαμάκη.
Πρέπει να έκανε και άλλα πολλά μαγικά πράγματα ο πατέρας τη νύχτα.. δεν τα έχει παγιδεύσει όλα η μνήμη μου αλλά οι ήχοι, τα συρσίματα και οι ψίθυροι με τη μητέρα μου, προετοίμαζαν το παραμυθένιο χάραμα της μεγάλης μέρας : το ραντεβού με το καρτέρι!
Προτού λαλήσουν τα ανυπόμονα κοκόρια της κυρα-Αγγελικώς απέναντι στο κτήμα της Επισκοπής , πηκτό σκοτάδι έξω από το παράθυρο( δεν είχαν καρφωθεί ακόμη στους δρόμους οι στύλοι της φωτοδότρας Δ.Ε.Η), μια μυρωδιά πετρελαίου γαργαλούσε τα ρουθούνια μου: η μάνα μου, κρατώντας τη λάμπα πάνω από το κοιμισμένο κεφάλι μου έχυνε στο αυτί μου τη πολύτιμη πληροφορία: « Χαράζει σε λίγο, βιάσου, ο μπαμπάς ετοιμάζεται, φεύγετε για το καρτέρι».
Έδινα μια  σπρωξιά στον Κύριο Ύπνο που χουχούλιαζε στο μαξιλάρι μου και πεταγόμουν στην ευθυτενή όρθια στάση.. Γαλότσες στα πόδια, η μάλλινη φανελίτσα με τις τιράντες, το μονάκριβο cache-corset μου, κατάσαρκα, στο κεφάλι σκουφάκι με αυτάκια γούνινα, τα γαντάκια μου και έφευγα σύννεφο για τη πίσω Πόρτα της Υπηρεσίας όπου με περίμενε ο πατέρας μου. Σκύλο δεν είχε τότε μαζί του γιατί ήταν μεγάλος σε ηλικία, εκεί γύρω στα 65, και δεν είχε τα κουράγια να  τον εκπαιδεύσει. Προτιμούσε να τρέχω εγώ να του φέρνω το λαβωμένο θήραμα για να κινούμαι αλλά προπάντων « για να μαθαίνω», όπως έλεγε.
Περπατούσαμε ώρα πολλή στην ανηφοριά σε μονοπάτια μισοπατημένα, γνωστά και παλαιόθεν χαρτογραφημένα από λογής-λογής κυνηγούς και βοσκούς. Ξερολιθιές γεροκτισμένες ή ερειπωμένες, σχινάρια  και αρευθιές, το μισογκρεμισμένο  σπιτάκι του Βλάχου, τα πρώτα σκαλοπάτια του Βόλακα.
‘Όταν κόνταινε  η ανάσα μας, χωρίς να κοιτάμε το ρολόι που ο πατέρας έκρυβε στο τσεπάκι του σακακιού του, υπολογίζαμε ότι φτάναμε στο καρτέρι μας.
Παιδάκι πράγμα ήμουνα τότε, με πατημένα τα 60 ο πατέρας μου, η πορεία μας μακρόσυρτη και το Saint Etienne μέσα στη θήκη του βαρύ και ασήκωτο. Τη κυνηγητική τσάντα τη κουβαλούσα εγώ, που κατά τη συνήθεια, προπορευόμουνα. Μόνο όταν ζυγώναμε στο καρτέρι άφηνα τον πατέρα να φύγει μπροστά, κάτι σαν τιμητική ιεροτελεστία,  από τη μια, γιατί λάτρευα τη μυρωδιά του ποδοπατημένου θυμαριού και του τσαλακωμένου από τη μπότα του φασκόμηλου και από την άλλη, γιατί θεωρούσα ότι σε εκείνον ανήκει η χαρά του ορθρινού ανταμώματος με το, επί μισό αιώνα και βάλε, ορεινό στέκι του.
Όταν φτάναμε, αποθέταμε στο χώμα τα σύνεργα, η τσάντα όρθια μη χυθούνε οι καφέδες και το νεράκι και βραχούν οι καραμέλες και το ψωμάκι μου και το όπλο, στη θήκη του, να ακουμπά στο τοιχάκι,  «το βορινό,  του Προφήτη Ηλία…», του καρτεριού.
Ο πατέρας μου είχα φτιάξει, με δύο αγκωνάρια και μια παλιά κουβέρτα της μάνας μου, τα «σκαμνάκια-καρεκλάκια» μας, όπως τα έλεγε που τα περιποιούνταν ειδικά για τις μέρες του κυνηγιού. 
Έβγαζε το όπλο από το θηκάρι του, το άγγιζε με στοργή, το χάιδευε ερωτικά και με ανυπόμονη ηδυπάθεια του ψιθύριζε: « Τώρα τα δύο μας..».
Εγώ καθόμουν με σταυρωμένα γόνατα και εκείνος  γονατιστός ή όρθιος πίσω από τη ξερολιθιά του καρτεριού. Αν είχε διακρίνει στο μισοσκόταδο της δειλής αυγής κάποιον γνωστό στα πέριξ καρτέρια αντάλλασαν μια αγουροξυπνημένη «καλημέρα». Ήταν ο Γιώργος ο Δρακάκης ή ο Κρίνος ή κάποιος φίλος από την Ερμούπολη.
Μετά έπεφτε η άκρα του όρους σιωπή: Αν φυσούσε άνεμος τον άκουγα του να ροβολάει αγκομαχώντας από τη ράχη του Βόλακα. Αν είχε νηνεμία ο πατέρας αγνάντευε τη θάλασσα πάνω από το Αυγό και ψιθύριζε « Σήμερα έχει «λιπαρά γαλήνη». Αυτή την έκφραση  του την  είχε μάθει ο καρδιακός του φίλος Καρλέτος Μποτάρος και την  ξεστόμιζε με ιδιαίτερη αγαλλίαση μιας και το «λιπαρά» ανάδευε στη γαστρονομική του μνήμη αναφορές προσφιλών γευστικών απολαύσεων.
Και ήταν αυτή η γεμάτη ηχηρή σιωπή αναμονή, που με καθήλωνε. Μόνο η ανάσα μου και το ρυθμικό παίξιμο του δείκτη του πατέρα μου πάνω στη περίτεχνη ξύλινη λαβή του όπλου.
Και ήταν η, γεμάτη σκούρα χρώματα και σκιές, αυλαία του θεάτρου όπου παίζονταν οι ζωές και οι θάνατοι πτηνών, που με συνέπαιρνε.
Αλλά, πάνω από όλα ήταν ο ερχομός του ήλιου πάνω από τη Δήλο ή πίσω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, ανάλογα την εποχή. Θυμάμαι, μια μέρα,  μια πρώτη ακτίνα να αντανακλάται δειλά πάνω στη κάνη του όπλου μαζί με μια υπόνοια δροσοσταλιάς και όλο αυτό μαζί με τη μυρωδιά του καφέ και της δερμάτινης καστορένιας κυνηγητικής τσάντας  όπου ακουμπούσα το κεφάλι, σαν βάραιναν τα βλέφαρα από την αγρύπνια.
Θυμάμαι τον ήχο της τουφεκιάς, τη μυρωδιά του μπαρουτιού και το θρόισμα των θάμνων μετά τη μοιραία πτώση του πτηνού.
Θυμάμαι την ηδονή του πρωινού ουρανού στην έλευση του νεογέννητου ήλιου.
Θυμάμαι τη γλύκα της βιαστικά μισοφαγωμένης καραμέλας «αστακός» στο στόμα μου καθώς έτρεχα προς αναζήτηση του τεθνεώτος θηράματος και την οσμή της τσαλαπατημένης κατσικίσιας βερβελιάς πάνω στο υγρό σκληρό χώμα.
Θυμάμαι τη μυρωδιά του νεκρού πτηνού με την απαλή πουπουλένια κοιλίτσα του, ζεστή ακόμα, να κείται στο πλαϊνό δίκτυ της δερμάτινης καστορένιας κυνηγητικής τσάντας. Λίγωνα από λύπη και το χάιδευα, αμήχανα και ένοχα.
Θυμάμαι ότι προτού εγκαταλείψουμε το προσφιλές μας καρτέρι, αφού είχαμε συγκεντρώσει λεία και συμπράγκαλα, ο πατέρας έσκυβε και μύριζε το κεφάλι μου, έχωνε τη μύτη του στα μαλλιά μου και μου έλεγε: « Μυρίζεις σαν πουλίτσα Πεγκούλα μου».
Θυμάμαι ότι όταν είχαμε κατηφορίσει πια το Βόλακα, φτάνοντας στη Παναγίτσα του Πισκοπειού, σταματούσαμε για λίγο και ο πατέρας έλεγε, κοιτώντας προς τον Προφήτη Ηλία: « Καλοξημερωθήκαμε και σήμερα, με το καλό να καλοβραδιαστούμε».
Θυμάμαι ότι όταν επιστρέφαμε στην οικία μας, ο πατέρας έβγαζε πουκάμισο και φανέλα και στον ώμο του, από τη μεριά που είχε το όπλο, απλώνονταν μια μελανιά μεγάλη. «Γέρασα Πέγκυ μου και το όπλο με κλωτσάει άσχημα» μου έλεγε και η μάνα έκανε επιθέματα με λάβδανο για να τον ανακουφίσει.

Τώρα που ο ενήλικος βίος μου μετράει έτη μισού αιώνος περίπου, όταν η μνήμη μου θέλει να ξαποστάσει και να αναδιπλωθεί μαχητικά, αυθόρμητα, αυτόματα και οικειοθελώς ανατρέχει σε εκείνα τα γεμάτα αρώματα, χρώματα και αγγίγματα χαράματα στο Βόλακα.
Και όταν, πλήρης οργής και μένους, εξαπολύω ύβρεις και ποταπά κοσμητικά επίθετα εναντίον εξίσου ποταπών ( τρόπος του λέγειν)  κυνηγών που θηρεύουν έξω από το μαντρότοιχο μου, τότε  η μνήμη μου πικραίνεται γιατί το καρτέρι μας στο Βόλακα είναι άχρηστο, ακατοίκητο, με μια κακόγουστη διακόσμηση από ρυπαρές κενές ή μη νάιλον σακούλες,  χρησιμοποιημένα πλαστικά ποτήρια του έτοιμου εθνικού μας φραπέ και ότι άλλο αφήνει πίσω του ο ασεβής, ιερόσυλος νεοέλληνας.

Τούτο το κείμενο το αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου, στη μελανιά από το κλώτσημα του όπλου στον ώμο του και σε αυτούς του κυνηγούς που διατηρούν ακόμη «καρτέρια», αυτοσεβασμό και σεβασμό προς κάθε έμβιο οργανισμό, συνείδηση, παιδεία και επίγνωση της δύναμης και αδυναμίας που τους προσφέρει η υπέρτατη κίνηση πίεσης μιας σκανδάλης.

Το κείμενο αυτό, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου "ΚΥΝΗΓΙ" στις 16/3/11.

Δεν υπάρχουν σχόλια: