ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Μια αλήθεια σ' ένα ψέμα.


Του Νίκου Βασάλου http://kaliakouda.blogspot.com

Πλησίαζαν μεσάνυχτα κι αυτός κουνούσε νευρικά το πόδι του μέσα στο αυτοκίνητο, περίμενε.
 Περίμενε εκείνη που μαζί θα ανέβαιναν στον έβδομο ουρανό, από τον δρόμο που μόνο οι δυο τους ήξεραν. Και τον ήξεραν καλά!

 Τα λεπτά έμοιαζαν ώρες και δεν άντεξε άλλο, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε έξω να ανάψει ένα τσιγάρο, αυτό της παρηγοριάς!
 Το φθινόπωρο ήταν σε πλήρη εξέλιξη και τις προηγούμενες μέρες η βροχή, είχε ποτίσει καλά το χώμα που μύριζε ακόμα έντονα. Ο ουρανός όμως εκείνο το βράδυ έπνιξε τον θυμό του, παραμέρισε τα σύννεφα και άφησε το ολόγιομο φεγγάρι να αγναντέψει, για μια ακόμα φορά, των ανθρώπων τις αδυναμίες, τα πάθη και τους φόβους.

 Εκείνος χάζεψε τριγύρω το μεγαλείο του Πλάστη, μιας και ο μικρός λόφος, του προσέφερε μια ειδυλλιακή θέα. Το τσιγάρο από φτηνός παρηγορητής, έγινε πιστός σύντροφος και η γαλήνη της νύχτας έκαναν τον καπνό να μοιάζει με παλιό κονιάκ. Εκείνη αργούσε ακόμα.
 Τα φώτα της πόλης τρεμόπαιζαν μπροστά του σαν κάρβουνα αναμμένα κι ένα καράβι έσκιζε την ακίνητη θάλασσα σαν γυαλιστερό πατίνι σε ασημένιο μωσαϊκό.
 Η ώρα πέρασε, το ταξίδι του μυαλού του, κουρέλιασαν τα φώτα από το αυτοκίνητό της, ήρθε επιτέλους.

 Μια φευγαλέα και άτιμη σκέψη έκανε τα φρύδια του να σμίξουν για μια στιγμή: «Τώρα βρήκες να έρθεις;» Με μιας, οι σοροί από τα αναμμένα κάρβουνα ξανάγιναν φώτα της πόλης, το αστραφτερό πατίνι, πλοίο και το ασήμι…θάλασσα!
 Κυνηγός αυτός σε όλα του. Τίποτα δεν χάρηκε στην ζωή χωρίς να το ‘χει πάρει στο κατόπι. Μεγαλωμένος στο ύπαιθρο, ξημερώθηκε αμέτρητες φορές ακούγοντας τα καύκαλα από τα σαλιγκάρια να χτυπούν τις πέτρες, στο μικρό και κουραστικό τους ταξίδι. Μάτια, αυτιά και μυαλό, κοφτερά σαν ξυράφι. Στα πόδια του έβγαζε φτερά. Τα χέρια του σταθερά και δυνατά, έσφιγγε την πέτρα κι εκείνη ίδρωνε! Εκείνη, τούτη την στιγμή, το θήραμα - έπαθλο του.
 Τα χείλη του τώρα εισέπρατταν την αποζημίωση της προσμονής του, τα μάτια του έβλεπαν εκείνη, τα δάχτυλα του, επιβεβαίωναν ότι αυτό που κοιτούσε δεν ήταν οπτασία και τα αυτιά του…άκουγαν ορτύκια!

Η αγκαλιά του χαλάρωσε και έσπρωξε, ίσως λίγο άτσαλα, την μονάκριβη. Έκανε μερικά βήματα, το βλέμμα του σκοτείνιασε κι αφού αφουγκράστηκε καλά για λίγο, πρόσταξε: «Πάμε!»
Εκείνη τρόμαξε, παιδί της πόλης γαρ, δεν είχε συνηθίσει το άπειρο της φύσης. Το άγνωστο περιβάλλον, σε συνδυασμό με το σοβαρό και επείγον του ύφους του, της έκοψαν τα πόδια. «Τι έγινε; Ποιος είναι;» ρώτησε σαστισμένη. «Τίποτα, τίποτα. Θα σου πω αύριο. Πάμε τώρα».
  
Τα δυο αυτοκίνητα χωρίστηκαν. Εκείνη τράβηξε για το σπίτι αποφεύγοντας να κοιτάξει από τον καθρέφτη, μην τύχει και δει την κακιά την ώρα. Εκείνος με βαρύ το πόδι πάνω στο πεντάλ, οδηγούσε βιαστικά για άλλη βουνοκορφή. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο εκκλησάκι των κυνηγών και μουρμούρισε: «Βαλε το χεράκι σου Οδηγήτρια μου κι οδήγαμε σωστά». Σταμάτησε μετά από λίγο, βγήκε έξω και άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμένος στα θυμάρια. 

Το φεγγάρι συναινούσε, λες και άκουγε το τραγούδι που μονολογούσε εκείνος χαμογελώντας. Ένα τραγούδι παιδικό, που ταίριαζε γάντι σ’ αυτό το αισχρό παιχνίδι των μεγάλων. Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ.

 Ο κράχτης αντιλαλούσε στην κορφή. Μια πόρνη που διαλαλούσε ξεβράκωτη την πραμάτεια της, στα καλντερίμια του βουνού. Τα πόδια του δεν περπατούσαν, κυλούσαν πάνω στα βράχια. Έφτασε στον τόπο γρήγορα, βλέπεις δεν ήταν μακριά από τον δρόμο. Διπλή η ξετσιπωσιά, και παράνομος και τεμπέλης! Τα χέρια του μπήκαν αποφασιστικά μέσα στο θυμάρι, σήκωσαν του διαόλου το μηχάνημα ψηλά στον αέρα και τράβηξε τα καλώδια με μανία, θυσία στην Άρτεμη.

 Γύρισε για λίγο και κοίταξε την στρούγκα που βρισκόταν λίγο ποιο πέρα, ίσως και να ‘κανε ένα βήμα για εκεί, αλλά τι τα θες; Το «έπαθλο» το κρατούσε σφιχτά στα χέρια του. Η άλλη Παναγία που βρισκόταν δίπλα, η Φανερωμένη, εισέπραξε κι αυτή ένα μεγάλο ευχαριστώ που του φανέρωσε αυτό το μαραφέτι.

 Το ρολόι είχε καβαλήσει μισή ώρα τα μεσάνυχτα μα αυτός δεν άντεχε να περιμένει μέχρι το πρωί.
 «Συγγνώμη που ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά είναι επείγον» απολογήθηκε στον δασικό υπάλληλο, που απάντησε ξαφνιασμένος στην άλλη άκρη της γραμμής. «Έχω ένα μικρό δωράκι για σένα» συνέχισε.
 Σε λίγα λεπτά το πακέτο ήταν σε ασφαλή χέρια κι αυτός τραγουδούσε απ’ την χαρά του. Ο υπάλληλος τον ευχαρίστησε για το φίλεμα κι έκανε τον σταυρό του μπαίνοντας ξανά στο σπίτι. « Τι κελεπούρι ήταν αυτό βραδιάτικα» σκέφτηκε κι έκλεισε την πόρτα χαμογελώντας.

 Εκείνη; Τι να έγινε εκείνη; Που είναι; Που πήγε; Γιατί δεν είναι εδώ; Που είναι να μοιραστεί την χαρά του; Είναι αυτές οι ώρες που το κινητό είναι ευεργέτημα μεγάλο. «Το ‘πιασα» της καυχήθηκε «Το πήρα του άτιμου». Τι πήρε; Τι έπιασε; Είναι καλά; Είναι καλά γιατί τον άκουγε χαρούμενο, αλλά που πήγε; Μάλωσε; Τι ήταν αυτό που βρήκε; Για πιο λόγο έφυγαν σαν κυνηγημένοι; Τι είχε ακούσει; Ποια ήταν η αιτία που ακυρώθηκε το ταξίδι τους στον ουρανό; Γιατί δεν πέταξαν μαζί αυτό το βράδυ;

 Η χαρά χλόμιασε για λίγο ακούγοντας τα λόγια της όταν της είπε τι είχε γίνει. Συγγνώμη όμως του έδωσε γιατί υπέκυψε αυτός σε ένα ιδεώδες, σε μια τιμή. Σε αυτή που δεν έχουν όλοι αυτοί που κάθε βραδύ παραμονεύουν στα σκοτεινά, για να κλέψουν την χαρά των άλλων!

Η ιστορία που μόλις διάβασες είναι πραγματική. Έλαβε χώρα το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου 2011 στην Σύρα, στον λόφο της Φανερωμένης. Είναι όμως πασπαλισμένη με λίγο πιπέρι καυτερό, από αυτό που βάζουν εκείνοι που δεν είναι ελαφριοί, εκείνο που τρώνε οι ασίκηδες και δεν έχει καμία σχέση με τον συντάκτη του κειμένου. Είναι επίσης αφιερωμένη σε όλους αυτούς που κάθε βράδυ ξεριζώνουν ένα τέτοιο μηχανάκι και φυτεύουν μια ελπίδα, ότι κάποτε θα μεγαλώσουμε όλοι μας και θα γίνουμε κυνηγοί και σε εκείνους που τα βάζουν και γίνονται αιτία να μεγαλώνει η αγάπη μας για το παραδοσιακό, ελεύθερο και τίμιο κυνήγι!  

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου ΚΥΝΗΓΙ στις 20/10/2011.  

2 σχόλια:

zoyzoy είπε...

Πολύ όμορφο!
Τελικά έχεις ταλέντο στη γραφή!
Εγώ περίμενα το ραντεβού μ'εκείνη να'ταν πέρδικα καμαρωτή αλλά με διέψευσες!
Δεν πιστεύω να'ταν η αγροφύλακας:))

Καλό βράδυ!

kaliakouda είπε...

Να 'σαι καλα κουμπαρα, σ' ευχαριστω πολυ.

Η αγροφυλακας ε;...ουτε νεκρος!!!