«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»
"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"
Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
ΜΠΕΚΑΤΣΑ…ΜΕ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ! (τυπος κυνηγι 26/08/09)
Το νέο έτος ανέτειλε, εγώ είχα να πιάσω τουφέκι στα χέρια μου από τον Νοέμβριο. Είπα λοιπόν να κάνω μια βόλτα στο βουνό, μιας και ήταν οι τελευταίες μέρες της άδειας μου.
Έκανα τις απαραίτητες ετοιμασίες από βραδύς, καφές, φυσίγγια, σακούλα και μαχαίρι (καθότι ορεγόμουν τα βουνίσια χόρτα εδώ και μέρες). Το πρώτο φως της μέρας με βρήκε να καπνίζω και να ρουφάω τις τελευταίες σταγόνες του καφέ μου ενώ ταυτόχρονα αρματωνόμουν με γιλέκο και όπλο.
Το γεγονός ότι δεν είχα ακούσει ακόμα ούτε «τσίν» (!) με έκανε να προδικάσω το αποτέλεσμα της επικείμενης εξόδου, αλλά «κανείς δεν ξέρει» μονολόγησα και πείρα τον ανήφορο.
Μετά από λίγη ώρα το ενδιαφέρον μου στράφηκε στην χλωρίδα αφού η πανίδα ήταν ανύπαρκτη (!)
Οι ώρες κύλισαν νερό, η σακούλα με κάθε λογής χορταράκια είχε φτάσει μέχρι τα χείλια. Το κέφι μου ανεβασμένο αφού εκτός ότι η ησυχία με είχε χαλαρώσει εντελώς, το 50 % των στόχων μου είχε γίνει πραγματικότητα.
«Άντε άλλο ένα» σκέφτηκα «και πάμε για το σπίτι», έχοντας στο μυαλό μου και την διαδικασία του καθαρίσματος.
Μια μεγάλη αλεντρίδα είχε ξαπλώσει φαρδιά πλατιά στην ρίζα ενός θυμαριού και μου έκλεινε το μάτι, για να την βάλω με τις άλλες που είχα στην σακούλα. Εγώ χωρίς να το σκεφτώ καθόλου έκανα δυο βήματα και βρέθηκα εμπρός της, «έλα εδώ κι εσύ» είπα και έσκυψα για να την αποκόψω από την μάνα γη, που την έτρεφε τόσο καιρό.
Αμάν…..τι έγινε ρε παιδιά; τι είναι αυτό; ρε θα με φάει αυτό το θηρίο, μου μούνταρε το χέρι, μανούλα, είναι τα τελευταία μου (!!!).
Σαν τον ληστή που τον στριμώχνει η αστυνομία, σαν τους ένδοξους Μεσολογγίτες του ’21, πετάχτηκε δίπλα από το χόρτο η βασίλισσα.
Το δυνατό χτύπημα των φτερών της μου έκοψε το αίμα, η επαφή που είχε με το χέρι μου στην συνέχεια, με έκανε να πετάξω και σακούλα και μαχαίρι λες και είχαν βγει από καμίνι. Αφού πέρασε κάτω από τα πόδια μου, πείρε την κατηφόρα με τις γνωστές χορευτικές φιγούρες της. Εγώ ανασυγκρότησα όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει και προσπάθησα να βάλω το όπλο στον ώμο. Ίσος αν προσπαθούσα εκείνη την στιγμή να βρω την τετραγωνική ρίζα του 1598, να τα είχα καταφέρει (!). Που είμαι εγώ; Που είναι το όπλο μου; Που είναι ο ώμος να το ακουμπήσω;
Τα δυο φυσίγγια που τράβηξα στην πορεία της βελουδομάτας κατάφεραν μόνο να την κάνουν να πάρει την αναπνοή της ούτε εγώ δεν ξέρω που, καθώς κρύφτηκε πίσω από την πλαγιά του βουνού.
Τα τσιγάρα, άναβε το ένα το άλλο, ένα άμοιρο μικρό μπουκάλι νερό που είχα μαζί, δεν κατάφερε να με κάνει να συνέλθω, ούτε βέβαια η ολιγόλεπτη κουβέντα που είχα με τον Ρούσσο Νίκο ( της ελεγκτικής επιτροπής ) μπόρεσε να με ηρεμήσει.
«Από εδώ τράβηξε» μου είπε, εγώ ευγενικά φερόμενος και όχι γιατί δεν είχα δύναμη να στηθώ όρθιος (!) του είπα να πάει αυτός αν ήθελε, με το σκυλάκι που είχε μαζί του.
«Άντε να κάνει κέφι το κουτάβι» φώναξα. «Άντε και άσε με να πεθάνω ήσυχος Νικόλα, γιατί τα βλέπω, δεν την βγάζω την ανηφόρα με την συμφορά που με βρήκε» μονολόγησα.
Ο Νίκος παρέα με το μαύρο pointer χάθηκε στα ίχνη του φονιά, που παραλίγο να με κάνει να βγάλω την χρυσή (!). «Άντε καλημέρα, καλή χρονιά» είπε γελώντας καθώς χώριζαν οι δρόμοι μας. Ενώ εγώ μάζεψα τα κομμάτια μου και πήρα την ανηφόρα. Αργότερα, έμαθα ότι η τσαχπίνα μπεκάτσα τιμωρήθηκε για την λαχτάρα που μου προκάλεσε, τι κρίμα, όχι από εμένα.
Όσα χρόνια κυνηγώ και πιστεύω όσα θα κυνηγήσω ακόμα, δεν νομίζω να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να προσπαθήσω (κατά λάθος) να σκοτώσω μπεκάτσα…με τo μαχαίρι (!).