ΚΥΚΛΑΔΙΤΙΚΟΙ ΝΤΟΥΜΠΛΕΔΕΣ

«ὑγίειάν τε γὰρ τοῖς σώμασι παρασκευάζει καὶ ὁρᾶν καὶ ἀκούειν μᾶλλον, γηράσκειν δὲ ἧττον»

"Η ασχολία με το κυνήγι φέρνει υγεία στο σώμα, οξύνει την όραση και την ακοή και επιβραδύνει τα γηρατειά"

Από το μεγαλειώδες έργο του ιστορικού Ξενοφώντα 430π.χ. - 354π.χ. "Κυνηγετικός" τον 5ο π.χ. αιώνα

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

ΚΥΝΗΓΙ…ΠΑΝΤΩΣ ΚΑΙΡΟΥ (τυπος κυνηγι 21/10/09)


Ο μαστρο Μήτσος ήταν ένας άνθρωπος μαθημένος σε αργούς ρυθμούς, άλλωστε η δουλειά του ήταν τέτοια που δεν ήθελε σβελτάδες, μόνο ψυχραιμία, υπομονή και σοβαρότητα. Μια ζωή με το φτυάρι στο χέρι, πάσχιζε να βγάλει το μεροκάματο. Ήταν βλέπεις εργάτης στο κοιμητήριο της πόλης. Εκεί δεν βιάζετε κανείς, ούτε οι «πελάτες» ούτε οι συγγενείς!
Όταν η δουλειά τελείωνε και υπήρχε ακόμα κέφι (!) τσάκωνε το μονόκαννο και βούρ για το βουνό. Εκτός από το όνομα και την δουλειά του, γνωστή ήταν και η όρεξη του για τα πιτσούνια, τα σταφύλια και ότι άλλο μπορούσε να φιλοξενήσει μέσα στον μεγάλο σάκο του.
Μια μέρα που είχε τελειώσει την «βόλτα» του, όντας αρματωμένος ακόμα, έκανε περατζάδα από μια ψησταριά της οποίας ο ιδιοκτήτης, ο Γιάννης, ήταν γνωστός για την «τρέλα» που είχε για το κυνήγι και από παιδί ακολουθούσε τον μαστροΜήτσο στο βουνό. «Καλώς τον, πως πήγε;» ρώτησε ο Γιάννης. «Καλά μωρέ» απάντησε μακρόσυρτα ο μαστροΜήτσος. «Τι καλά μας λες; Αφού δεν πετάει ούτε αεροπλάνο με αυτόν τον καιρό!» Αποκρίθηκε ο Γιάννης κοιτώντας τους υπόλοιπους παρόντες με απορία. «Ωχ, πάλι τα περιστέρια μου την πλήρωσαν;» Ξαναρώτησε αφού το πρόσωπο του φωτίστηκε στην σκέψη του αφανισμού των εξάδελφων του Αγίου Πνεύματος. «Α εσύ δεν τρώγεσαι» απάντησε μισογελώντας ο μάστορας και άρχισε να τραβάει τα λουριά της τσάντας για να αυθυποβληθεί σε έλεγχο. Αφού παραμέρισε επιμελώς μια νάιλον τσάντα γεμάτη με σταφύλια, (κοιτώντας με την άκρη του ματιού του να δει αν τα είδαμε) άρχισε να βγάζει έξω κάτι με κόκκινα φτερά! «Τι φυσάει και χιονίζει» συνέχισε, τραβώντας τις πελώριες φτερούγες. «Εγώ τον μεζέ τον εξασφάλισα και λέγε εσύ» και τελειώνοντας την φράση του αποκάλυψε έναν κατακόκκινο κόκορα! Μέσα στα γέλια και τις φωνές μας, αυτός μάζευε το τρόπαιο ατάραχος λέγοντας «Ξέρεις κάτι κοκκινιστά που κάνει η κυρά Μίνα; λουκούμι!»